Το ισχυρό rebound των τραπεζικών μετοχών ήρθε να πιστοποιήσει την εκτίμηση πως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όχι μόνο δεν αποτελεί πλέον την Αχίλλειο πτέρνα του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αλλά έχει λάβει τη θέση της λοκομοτίβας. Και οι επενδυτές επισφραγίζουν με τα κεφάλαια τους, τις θετικές εκτιμήσεις και προοπτικές για την πορεία των τραπεζικών μεγεθών μέσα στο 2023.
Τις προηγούμενες ημέρες είχαμε αναφερθεί στην υποχώρηση των τιμών των τραπεζικών μετοχών και την είχαμε ερμηνεύσει μέσα από το πρίσμα του γενικότερου αρνητικού χρηματιστηριακού κλίματος, που ακολούθησε την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB). Επομένως, η οπισθοχώρηση αυτή είχε περισσότερο ψυχολογικά, παρά οικονομικά χαρακτηριστικά.
Διότι, καμιά από τις μεταβλητές που συνέθεσαν το πρόβλημα της SVB, δεν σχετιζόταν με την Ελλάδα και τις δραστηριότητες του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών, μετά από την σχεδόν δεκαετή προβληματική περίοδο που άφησαν πίσω τους, είναι πολύ πιο συντηρητικές και επιφυλακτικές, δεν αναλαμβάνουν υπερβολικά ρίσκα και λειτουργούν «by the book», δηλαδή σύμφωνα με τις αυστηρές διαδικασίες που προβλέπονται.
Σε τέτοιο σημείο που σήμερα κατηγορούνται πως δεν χρηματοδοτούν την οικονομία. Πώς όμως θα χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεις και επενδύσεις, όταν δεν υπάρχουν ρεαλιστικά «business plans» και επαρκείς εγγυήσεις;
Ακολούθησε η κατάρρευση της Credit Suisse, που είναι γεωγραφικά πιο κοντά μας. Η Credit Suisse (CS), έχει σχέσεις με την Ελλάδα, αφ’ ενός λόγω της συμμετοχής της στη δανειοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας και αφ’ ετέρου λόγω καταθέσεων από εύπορους Έλληνες που έχουν επιλέξει τη συγκεκριμένη τράπεζα, λόγω της παραδοσιακής ελβετικής σταθερότητας και ασφάλειας.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην κατάρρευση της CS και πάλι δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τα εγχώρια τραπεζικά δεδομένα. Οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι αναμεμειγμένες ούτε σε σκάνδαλα, ούτε σε νομιμοποιήσεις εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αλλά ούτε και δανειοδοτούν ύποπτες επενδύσεις. Άλλωστε, οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές είναι ιδιαίτερα αυστηρές, στον έλεγχο που ασκούν στις συστημικές τράπεζες.
Το μόνο κοινό στοιχείο των εγχώριων τραπεζών με την CS και την SVB, αλλά και τις υπόλοιπες τράπεζες σε όλον τον κόσμο, είναι το κοινό μακροοικονομικό περιβάλλον και το ύψος των επιτοκίων. Δυο στοιχεία που απαιτούν εγρήγορση απέναντι στο αναδυόμενο ρίσκο και στους κινδύνους που παραμονεύουν κυρίως στους τομείς των εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας και των κρυπτονομισμάτων.
Όμως, στη χώρα μας, η ανάπτυξη των εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας γίνεται κατά βάση με μη τραπεζικά κεφάλαια και η ενασχόληση με τα κρυπτονομίσματα δεν έχει διεισδύσει στις τραπεζικές υπηρεσίες.
Επομένως, οι τράπεζες έχουν να διαχειριστούν μόνο τα υψηλά επιτόκια δανεισμού τους και τους κινδύνους από την πιθανότητα δημιουργίας μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Φυσικά, έχουν να διαχειριστούν και το μόνιμο πρόβλημα της ποιότητας των κεφαλαίων τους, κάτι που επισημαίνεται συχνά όχι μόνο από τις ευρωπαϊκές αρχές αλλά και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. Δηλαδή οι τράπεζες καλούνται να μειώσουν το ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC), στους ισολογισμούς τους. Αυτό όμως δεν αποτελεί πηγή κρίσης.
Δεν αποτελεί επίσης πηγή κρίσης, το καθεστώς των καταθέσεων. Έχει αποδειχθεί διαχρονικά πως παρ’ όλο που το εγχώριο τραπεζικό σύστημα πέρασε δια πυρός και σιδήρου, μέσα από μια σειρά από ανακεφαλαιοποιήσεις και μηδενισμούς της αξίας των κεφαλαίων των μετόχων, ακόμα και μέσα από capital controls, οι καταθέτες δεν έχασαν ούτε ένα ευρώ. Με αποτέλεσμα να μην έχει τρωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τις τράπεζες.
Όπως έχει αναφέρει η Μαίρη Βενέτη στο άρθρο της «Γιατί οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι καλύτερα θωρακισμένες», οι εποπτικοί μηχανισμοί στην Ευρώπη είναι πολύ πιο ισχυροί και αυστηροί, σε σχέση με τους αντίστοιχους αμερικανικούς που έγιναν ιδιαίτερα χαλαροί επί προεδρίας Τραμπ.
Δεν είναι όμως μόνο η ασφάλεια του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας που επιτρέπει την ύπαρξη αυτής της θετικής χρηματιστηριακής εικόνας. Η εμπιστοσύνη που δείχνουν τόσο οι επενδυτές, όσο και οι οίκοι αξιολόγησης βασίζονται στην ανοδική πορεία των τραπεζικών μεγεθών και κυρίως των εσόδων από τόκους και μέσα στο 2023.
Αναμένουν λοιπόν ότι τα υψηλότερα επιτόκια, η πιστωτική επέκταση και η μείωση των επισφαλειών που αποτέλεσαν μια καλή μαγιά για το 2022, θα συνεχίσει να αποδίδει κέρδη και υπεραξίες και μέσα στο 2023. Επιπλέον οι κίνδυνοι από τη συμμετοχή τίτλων του ελληνικού δημοσίου στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών - όπως είναι τα έντοκα γραμμάτια και τα ομόλογα - είναι πλήρως αντισταθμισμένοι, έτσι ώστε να μην υπάρξουν ζημίες.