Πολύ συχνά γίνεται συζήτηση για το κατά πόσο θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε όσο λίθιο, κοβάλτιο, νικέλιο και άλλα υλικά χρειάζονται για τις δεκάδες εκατομμύρια μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων που θα πρέπει να κατασκευαστούν τα επόμενα χρόνια προκειμένου να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι για την απαλλαγή από το διοξείδιο του άνθρακα και τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.
Η συζήτηση αυτή είναι όντως πολύ σοβαρή, αλλά πολύ σοβαρότερη είναι η συζήτηση σχετικά με τον χαλκό. Το κόκκινο μέταλλο είναι ίσως το πιο απαραίτητο μέταλλο στη σύγχρονη εποχή, καθώς είναι ήδη δομικό στοιχείο της βιομηχανικής και οικοδομικής δραστηριότητας κάθε είδους και θα εξακολουθήσει να παίζει αυτόν τον ρόλο και στη νέα οικονομία που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον εξηλεκτρισμό πολλών δραστηριοτήτων, στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στη διασύνδεση όλων αυτών των πηγών.
Το γεγονός αυτό κάνει πολλούς αναλυτές να πιστεύουν πως η ζήτηση για χαλκό θα μεγαλώνει σταθερά για πολλά χρόνια, χωρίς η αύξηση της προσφοράς να μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον ρυθμό. Οι αναλυτές της Goldman Sachs, οι συνάδελφοί τους της S&P Global και αυτοί της BloombergNEF (ερευνητικός βραχίονας του Bloomberg) συμφωνούν πως τα επόμενα χρόνια θα παρουσιαστεί έλλειμμα προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση.
Οι εκτιμήσεις τους δεν συμπίπτουν αλλά το μήνυμά τους είναι ξεκάθαρο. Από τα 25 εκατομμύρια τόνους ετησίως που είναι η τωρινή ζήτηση για χαλκό, το 2035 θα είναι τουλάχιστον κατά 50% αυξημένη, κατ’ άλλους ίσως και κατά 100%. Το δε ετήσιο έλλειμμα στην παραγωγή χαλκού από τα ορυχεία σε σχέση με τη ζήτηση εκτιμάται από 8 έως 14 εκατομμύρια τόνους.
Όλα αυτά βέβαια είναι λίγο πολύ γνωστά εδώ και καιρό, καθώς η μεγάλη επιτάχυνση της πορείας προς την πράσινη οικονομία, η οποία ξεκίνησε το 2020, έκανε όλους τους αναλυτές και τους ασχολούμενους με την αγορά χαλκού να πάρουν τα χαρτιά και τα μολύβια τους και να αρχίσουν τους υπολογισμούς.
Η μεγάλη άνοδος της τιμής του μετάλλου, από τα 2,8 δολάρια/λίβρα των αρχών του 2020 στα 4,5 δολάρια/λίβρα την άνοιξη του 2021 οφειλόταν σε ένα βαθμό και σε αυτές τις εκτιμήσεις. Το επίπεδο των 4,5 δολαρίων κρατήθηκε για περίπου έναν χρόνο, μέχρι τις αρχές του φετινού Ιουνίου όταν η μεγάλη άνοδος των επιτοκίων στην οποία προχώρησαν οι κεντρικές τράπεζες έφερε και φόβους για ύφεση της οικονομίας.
Στην απότομη πτώση (μέσα σε ένα δίμηνο) από τα 4,5 στα 3,2 δολάρια/λίβρα έπαιξε μεγάλο ρόλο και η κακή κατάσταση της κινεζικής οικονομίας η οποία γονάτισε κυριολεκτικά από τα κυβερνητικά μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας, πράγμα πολύ λογικό αφού η Κίνα καταναλώνει σχεδόν το 50% του χαλκού παγκοσμίως. Από εκεί και μετά, οι διακυμάνσεις της τιμής του χαλκού δεν είναι πολύ μεγάλες, κάτι που σημαίνει πως οι επενδυτές στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων διστάζουν να ρισκάρουν και να προσπαθήσουν να προβλέψουν την συνέχεια.
Στην ουσία προσπαθούν να απαντήσουν μέσα τους ένα πολύ απλό και ταυτόχρονα πολύ δύσκολο ερώτημα: για πόσο ακόμα θα βλέπουμε την βραχυπρόθεσμη τάση, δηλαδή την αδυναμία της παγκόσμιας οικονομίας, να υπερισχύει της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης τάσης, δηλαδή της προβλεπόμενης χρόνιας ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Η απάντηση είναι όντως δύσκολη: ακόμα και οι αναλυτές των μεγάλων τραπεζών όπως η Goldman Sachs, οι οποίοι τον Ιούλιο μείωσαν κατά πολύ τις προβλέψεις τους για το επόμενο δωδεκάμηνο (ενώ μέχρι τότε προέβλεπαν τιμή κοντά στα 5,40 δολάρια/λίβρα για τον Ιούλιο του 2023 την κατέβασαν στα 4,10 λόγω των φόβων για ύφεση της οικονομίας), εξακολουθούν να προβλέπουν πως το 2025 θα έχει διπλασιαστεί από τα τωρινά επίπεδα.
Αυτό σημαίνει πολύ απλά πως οι χαμηλότερες εκτιμήσεις έχουν εντελώς βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα και μπορεί να εγκαταλειφθούν εύκολα αν η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας την οποία περιμένουν οι αναλυτές για το 2022 και το 2023 δεν αποδειχθεί τόσο μεγάλη.
Η λογική λέει λοιπόν πως για τους επόμενους μήνες η τιμή του χαλκού θα ακολουθεί τις εκτιμήσεις της αγοράς για την πορεία της διεθνούς οικονομίας, όπως κάνει πάντα άλλωστε. Υποθέτουμε πως τα μάτια των ειδικών της αγοράς θα είναι στραμμένα προς δύο κατευθύνσεις: την Ευρώπη, στην οποία αναμένεται να παρατηρηθεί η πιο βαθιά ύφεση λόγω της ενεργειακής κρίσης και την Κίνα στην οποία καταναλώνεται το 50% του χαλκού κάθε χρόνο.
Για την Ευρώπη είναι προφανώς λίγο νωρίς να πούμε κάτι, αλλά στην Κίνα υπάρχουν ήδη κάποια σημάδια που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Ο Andy Home, αρθρογράφος του Reuters, επισήμανε πριν μία εβδομάδα πως τους τελευταίους μήνες έχει αυξηθεί κατά πολύ η ζήτηση από την Κίνα. Ενώ μέχρι τον Μάιο οι εισαγωγές του μετάλλου από τρίτες χώρες ήταν χαμηλότερες από τις αντίστοιχες περσινές, από κει και μετά άρχισαν να αυξάνονται με αποτέλεσμα στους πρώτους οκτώ μήνες να σημειώσουν άνοδο κατά 10% περίπου σε σχέση με το 2021.
Ο ρυθμός των εισαγωγών συνεχίζει να αυξάνεται και δεν υπολείπεται πλέον πολύ από τον ρυθμό ρεκόρ του 2020, όταν η τιμή του χαλκού είχε πέσει κάτω και από τα 2,5 δολάρια/λίβρα. Ο Home πιθανολογεί πως η επαναδραστηριοποίηση των Κινέζων αγοραστών δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός πως οι τιμές έπεσαν από τον Μάιο και μετά, πράγμα που τους έδωσε την ευκαιρία να αναπληρώσουν τα αποθέματά τους.
Αυτό που του έρχεται στο μυαλό με βάση και τις πληροφορίες από την Κίνα, είναι πως η στροφή προς την πράσινη ενέργεια έχει ήδη προχωρήσει αρκετά στην Κίνα και ανεβάζει την ζήτηση για χαλκό όπως έχουν προβλέψει οι εκθέσεις των αναλυτών που είδαμε στην αρχή. Η «πράσινη» ζήτηση είναι αρκετά μεγάλη και αντισταθμίζει την μειωμένη ζήτηση λόγω των προβλημάτων του κατασκευαστικού και οικοδομικού τομέα στην Κίνα.
Δύσκολο να πούμε αν η υπόθεση του αρθρογράφου του Reuters έχει βάση ή όχι, αλλά ομολογούμε πως την βρίσκουμε ενδιαφέρουσα. Δεν ξεχνάμε εξάλλου την δυσπιστία των επενδυτών στις αρχές του καλοκαιριού του 2020, όταν ο χαλκός άρχισε την άνοδό του και οι περισσότεροι θεωρούσαν πως επρόκειτο για θνησιγενή ανοδική κίνηση, για να αποδειχθεί αργότερα πως οι Κινέζοι σάρωσαν όλη την προσφορά εκμεταλλευόμενοι τις χαμηλές τιμές.
Βέβαια, οι συνθήκες τώρα είναι κάπως διαφορετικές από τότε, με τον υψηλό πληθωρισμό και τα πολύ ανεβασμένα (σε σχέση με το 2020) επιτόκια να δυσκολεύουν την κατάσταση. Ανεξάρτητα όμως από την ορθότητα ή μη της υπόθεσης του Andy Home, τα σημάδια από την αγορά χαλκού μας δείχνουν πως περαιτέρω σημαντική υποχώρηση των τιμών με χρονική διάρκεια μεγαλύτερη των λίγων εβδομάδων δεν είναι πολύ πιθανή.
Πολύ απλά γιατί εκτός από το ότι οι Κινέζοι αγοραστές είναι πολύ πιθανόν να κάνουν ακόμα πιο δυναμική εμφάνιση, στις τιμές αυτές μειώνεται πολύ η κερδοφορία των εταιρειών εξόρυξης χαλκού και αυξάνεται η πιθανότητα μείωσης της παραγωγής τους. Πτώση της τιμής θα κάνει και πολύ πιο δύσκολη για τις μεγάλες επιχειρήσεις την απόφαση για σημαντικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού και επέκτασης των ορυχείων τους. Οι επενδύσεις αυτές είναι απόλυτα απαραίτητες για την αύξηση της παραγωγής και την ικανοποίηση της αυξανόμενης ζήτησης.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Goldman Sachs η σημερινή τιμή του χαλκού δεν δίνει κανένα απολύτως κίνητρο σε μία επιχείρηση για να ξεκινήσει αυτές τις επενδύσεις, ενώ η αύξηση του κόστους παραγωγής εξ αιτίας του υψηλού πληθωρισμού χειροτερεύει τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
Αν λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός πως οι κυβερνήσεις των χωρών που είναι πλούσιες σε χαλκό, όπως η Χιλή και το Περού, θέλουν να αυξήσουν τα δικά τους έσοδα από την εξόρυξη του μετάλλου προκειμένου να μειώσουν τις κοινωνικές ανισότητες, μπορούμε να πιθανολογήσουμε πως σε λίγο θα χρειάζονται ακόμα πιο υψηλές τιμές χαλκού προκειμένου οι μεγάλες επιχειρήσεις να αρχίσουν νέες επενδύσεις και να μην προτιμήσουν να μοιράσουν τα κέρδη στους μετόχους τους υπό τη μορφή μερισμάτων.
Επιστρέφοντας στον αρχικό προβληματισμό μας, με όλα όσα ακούμε, βλέπουμε και μαθαίνουμε, πιστεύουμε πως τα καθοδικά περιθώρια για τον χαλκό είναι σχετικά μικρά και θα μικρύνουν πολύ όταν αρχίσει να ξεκαθαρίζει το τοπίο σε σχέση με το μέγεθος της αναμενόμενης οικονομικής ύφεσης στην Ευρώπη.
Επίσης, εννοείται πως οποιαδήποτε σημάδι που θα δείχνει πως η διαδικασία αύξησης των επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος της θα βοηθήσει την τιμή του χαλκού. Μπορεί να πέσουμε έξω σε αυτή την εκτίμηση; Φυσικά και μπορεί, αν δικαιωθούν οι προβλέψεις των απαισιόδοξων αναλυτών όπως ο Νουριέλ Ρουμπίνι και η ύφεση είναι πολύ ισχυρή σε όλο τον κόσμο.
Κοιτάζοντας όμως λίγο πιο μακριά, η μόνη περίπτωση να μην επαληθευθούν οι εκτιμήσεις για την αύξηση της ζήτησης για το μέταλλο είναι να εγκαταλειφθεί η πολιτική της πράσινης μετάβασης. Τίποτα δεν είναι αδύνατον βέβαια αλλά η έκπληξή μας θα είναι τεράστια αν δούμε και αυτό να γίνεται.