Ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης στις στήλες του Liberal Markets τις τελευταίες ημέρες είναι η ανοδική κίνηση των βασικών χρηματιστηριακών δεικτών παρά τα κακά νέα από το μέτωπο του πληθωρισμού, τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων, την καθαρές πλέον ενδείξεις πως η αμερικανική οικονομία είναι προ των πυλών της ύφεσης και την άρνηση των τιμών των καυσίμων να ξεκινήσουν μία σαφή καθοδική κίνηση (και στην περίπτωση του φυσικού αερίου να σταματήσει τη συνεχή άνοδο).
Ο δείκτης S&P 500 έκλεισε την Παρασκευή στις 4.130,29 μονάδες, δηλαδή 12% παραπάνω από το χαμηλότερο σημείο της χρονιάς, τις 3.636,87 μονάδες που σημειώθηκαν στα μέσα του Ιουνίου. Αλλαγή συμπεριφοράς έχουμε δει και στα κρατικά ομόλογα στις ΗΠΑ και αλλού. Η απόδοση των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ που θα λήξουν σε δέκα χρόνια από τώρα έχει υποχωρήσει έντονα μέσα στο τελευταίο δίμηνο, καθώς έχει κατεβεί κοντά στο 2,65% από το ψηλό κοντά στο 3,50% των μέσων Ιουνίου. Όπως γνωρίζουμε, οι χαμηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων τείνουν να ευνοούν τις χρηματιστηριακές αγορές, ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίον μειώνονται αυτές οι αποδόσεις.
Αισιόδοξο κλίμα επικρατεί και στα ομόλογα των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και εκεί έχει παρατηρηθεί μείωση των αποδόσεων, πράγμα που οπωσδήποτε στηρίζει τις αντίστοιχες τιμές των μετοχών των εταιρειών. Ίσως όμως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλαγής κλίματος να είναι η δυναμική επαναφορά στις αγορές εμπορευμάτων, όπου την εβδομάδα που μας πέρασε είδαμε την ισχυρή ανάκαμψη του χαλκού, ο οποίος έχει κερδίσει πάνω από 10% μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο, αρκετών άλλων μετάλλων και των αγροτικών προϊόντων.
Αν η ανάκαμψη των αγορών εμπορευμάτων δεν αποδειχθεί παροδική ανοδική αντίδραση στην σοβαρή πτώση που σημείωσαν από τα μέσα του Ιουνίου και μετά, θα δυσκολέψει την προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού. Η σημαντική πτώση στην οποία μόλις τώρα αναφερθήκαμε ήταν μία από τις πιο σοβαρές και ελπιδοφόρες ενδείξεις σχετικά με την εξέλιξη του πληθωρισμού μερικούς μήνες από τώρα. Τυχόν επιστροφή σε ανοδικές αγορές εμπορευμάτων θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην προσπάθεια καταπολέμησης των πληθωριστικών πιέσεων.
Κάτι παρόμοιο μπορούμε να πούμε και για τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, η σημαντική άνοδος των οποίων από την αρχή της χρονιάς (για δάνεια διαρκείας 30 ετών ανέβηκαν από το 3% προς το 6%) έχει αρχίσει να βάζει φρένο στην ξέφρενη ανάπτυξη του τομέα κατασκευής κατοικιών. Η έντονη ανάπτυξη του τομέα την τελευταία διετία είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην υπερθέρμανση της οικονομίας και την άνοδο του πληθωρισμού.
Αυτό που προσπαθούμε να πούμε είναι πως είναι αρκετά πιθανόν οι αγορές να βιάζονται να κηρύξουν το σύντομο τέλος των αυξήσεων των επιτοκίων αναφοράς και την νίκη στον αγώνα καταπολέμησης του πληθωρισμού, χωρίς η σαφής υποχώρηση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης να μετεξελιχθεί σε σοβαρή ύφεση.
Το πρόβλημα εδώ δεν τόσο το αν οι πανηγυρισμοί είναι πρόωροι όσο οι συνέπειες αυτών των πανηγυρισμών. Η πιθανή συνέχιση του θετικού κλίματος των τελευταίων ημερών στις αγορές μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων, κρυπτονομισμάτων κ.α. είναι πολύ πιθανόν να υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό τον αγώνα της Fed και των υπόλοιπων κεντρικών τραπεζών για την καθυπόταξη του πληθωρισμού. Δύο μικρά παραδείγματα αναφέραμε μόλις παραπάνω, αλλά το πρόβλημα είναι γενικότερο.
Μπορεί ένα σημαντικό μέρος των πληθωριστικών πιέσεων να οφείλεται στα γνωστά σε όλους μας προβλήματα δυσλειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων και τις σοβαρές διαταραχές στο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης σε πολλούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, συνεπεία της πανδημίας, αλλά ένα εξίσου σημαντικό αίτιο του πληθωρισμού ήταν – και είναι – το πολύ χρήμα που κυκλοφορεί σε όλον τον κόσμο.
Όπως διαβάζουμε σε ρεπορτάζ του Bloomberg και του Barron’s, στα οποία φιλοξενούνται και οι απόψεις αρκετών παραγόντων της αγοράς, αποτέλεσμα της βελτίωσης του κλίματος στις αγορές είναι η διαμόρφωση συνθηκών πολύ πιο υποστηρικτικών για την ανάληψη ρίσκου. Αυτό είναι κάτι που αποκλείεται να αρέσει στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Fed, τα οποία παρακολουθούν με πολλή προσοχή τα χρηματιστηριακά πράγματα, παρεμβαίνοντας λεκτικά όταν εκτιμούν πως πρέπει να σταλεί κάποιο μήνυμα στους επενδυτές.
Οι πιο πρόσφατες παρεμβάσεις είχαν στόχο τον καθησυχασμό των επενδυτών και την αποφυγή εκδήλωσης πανικού. Αμέσως μετά την ανακοίνωση των στοιχείων του πληθωρισμού του Ιουνίου στις ΗΠΑ στις 13 Ιουλίου, ορισμένα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου έσπευσαν να «ενημερώσουν» τις αγορές πως δεν υπήρχε σοβαρή πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων κατά 1% κατά την επικείμενη τότε συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της Fed.
Αυτές οι διαβεβαιώσεις έκαναν την δουλειά τους και έδωσαν στήριξη στους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες. Περισσότερη βοήθεια στις αγορές έδωσε η συνέντευξη του διοικητή Πάουελ αμέσως μετά την ανακοίνωση της αύξησης των επιτοκίων κατά 0,75%. Ο διοικητής υποστήριξε πως το επίπεδο των επιτοκίων είναι πλέον πολύ κοντά σε «ουδέτερο» σημείο, κάτι που από τις αγορές ερμηνεύθηκε ως έμμεση παραδοχή πως τα επιτόκια δεν πρόκειται να αυξηθούν κατά πολύ από εδώ.
Δεν είναι καθόλου απίθανο να έχουν μετανιώσει για τις παρεμβάσεις τους οι αξιωματούχοι της Fed. Ο τίτλος του δημοσιεύματος του Bloomberg είναι πολύ χαρακτηριστικός: «το μετοχικό ράλι σοκ του Ιουλίου ήταν ένα τέρας που η Fed ίσως μετανιώσει που το είδε». Στελέχη χρηματιστηριακών εταιρειών που μίλησαν στο πρακτορείο εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για τις εξελίξεις μετά την τελευταία αύξηση των επιτοκίων. Πολύ ενδιαφέρον έχει η αναφορά στον δείκτη US financial conditions index, τον οποίον καταρτίζει το ίδιο το πρακτορείο. Αυτός ο δείκτης δείχνει, όπως υπονοεί η ονομασία του, την κατάσταση που επικρατεί στις κεφαλαιαγορές.
Σχεδόν πάντα, αυτός ο δείκτης έχει άμεση συσχέτιση με την κατάσταση της οικονομίας. Σύμφωνα λοιπόν με το Bloomberg, η τιμή του δείκτη την Παρασκευή ήταν -0,46 ενώ τον Μάρτιο, λίγο πριν ξεκινήσει ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων από την Fed, βρισκόταν στο -0,79. Αυτό σημαίνει πως η κατάσταση έχει βελτιωθεί κατά πολύ, παρά την επιθυμία της Fed για διστακτικές χρηματιστηριακές αγορές, καθώς αυτό συμβάλλει στην μείωση της διάθεσης για καταναλωτικές δαπάνες και κατά συνέπεια βοηθά στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Από το άρθρο του Barron’s και του Randall Forsyth μαθαίνουμε ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, το οποίο επισήμανε ο Κρίστοφερ Βερρόνε από την Strategas.
Ο Βερρόνε, ο οποίος είναι επικεφαλής της τεχνικής στρατηγικής, παρατήρησε πως ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου έχουν υποχωρήσει τις τελευταίες εβδομάδες, την ίδια στιγμή έχουν αυξηθεί οι εκτιμήσεις των αγορών για το ύψος του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, δηλαδή μετά από πέντε χρόνια. Η ερμηνεία που δίνει ο Βερρόνε είναι πως οι αγορές εκτιμούν πως η κεντρική τράπεζα θα διστάσει να ανεβάσει τα επιτόκια πολύ παραπάνω από τα τωρινά επίπεδα με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη ανθεκτικότητα του πληθωρισμού.
Οι εκτιμήσεις που αναφέραμε παραπάνω δεν είναι απαραίτητα σωστές αλλά υπενθυμίζουν έναν μεγάλο κίνδυνο, αυτόν της απώλειας της αξιοπιστίας της κεντρικής τράπεζας όσον αφορά στην μάχη της εναντίον του πληθωρισμού. Είναι βέβαιο πως οι αξιωματούχοι της Fed δεν θέλουν να βλέπουν υπερβολική αισιοδοξία των χρηματιστηριακών αγορών. Ακόμα περισσότερο όμως δεν θέλουν, σε καμία περίπτωση, να φαίνεται πως η πολιτική της τράπεζας μπορεί τελικά να αφήσει τον πληθωρισμό να ξεφύγει.
Μπορεί οι αγορές να απολαμβάνουν την αλλαγή των εκτιμήσεών τους για το πόσο γρήγορα θα σταματήσουν οι αυξήσεις των επιτοκίων και να ανεβαίνουν σε συνδυασμό με το γεγονός πως το κλίμα είχε γίνει πάρα πολύ αρνητικό και είχαν προεξοφληθεί έντονα αρνητικές εξελίξεις. Θα το πληρώσουν όμως πολύ ακριβά αργότερα αν χαθεί η μάχη κατά του πληθωρισμού. Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλαγούμε αν οι αξιωματούχοι της Fed αποφασίσουν να παρέμβουν για να σταματήσουν το ράλι των αγορών μετοχών ομολόγων και εμπορευμάτων εφόσον αυτό συνεχιστεί με την ίδια ένταση.
Όταν μιλάμε για παρεμβάσεις αναφερόμαστε σε δηλώσεις τους, μέσω συνεντεύξεων, ομιλιών σε εκδηλώσεις, τηλεοπτικών εμφανίσεων, άρθρων τους στο διαδίκτυο ή σε εφημερίδες. Το πότε θα γίνουν αυτές εξαρτάται από το πόσο θα έχουν ανησυχήσει οι αξιωματούχοι. Μπορεί να γίνουν ανά πάσα στιγμή, ακόμα και εν μέσω διακοπών, καθώς η επόμενη συνεδρίαση της επιτροπής που καθορίζει τα επιτόκια αναφοράς αναμένεται την 21 Σεπτεμβρίου.
Οι αμέσως προηγούμενες παρεμβάσεις ήταν για να αποτρέψουν την εμφάνιση πανικού στις αγορές, όπως αναφέραμε νωρίτερα. Οι επόμενες, εφόσον φυσικά γίνουν, θα έχουν τον ακριβώς αντίθετο στόχο. Να παγώσουν τον ενθουσιασμό των αγορών, ο οποίος υπονομεύει την μάχη της κεντρικής τράπεζας κατά του πληθωρισμό και να υπενθυμίσουν πως η διάθεση της τράπεζας να προκαλέσει πόνο κατά την διάρκεια αυτής της μάχης δεν έχει μειωθεί καθόλου.