Το μειωμένο πολιτικό ρίσκο τιμολογήθηκε, τα κέρδη των επιχειρήσεων έχουν αυξητική δυναμική και ορατότητα, άρα τι μένει; Τα συγκριτικά των ξένων αγορών για να αποφανθούμε τι περιθώρια έχει η ελληνική αγορά μετά από το ως τώρα μεγαλοπρεπές ράλι του 30%.
Το πρόβλημα που υπάρχει στην προσέγγισή μας με βάση τα θεμελιώδη των εισηγμένων είναι η κατάταξη της ελληνικής αγοράς. Αν την θεωρήσει κανείς αναδυόμενη είναι δίκαια αποτιμημένη με βάση τους συντελεστές διαπραγμάτευσης που ισχύουν σε άλλα περιφερειακά χρηματιστήρια. Η απόκτηση ωστόσο της επενδυτικής βαθμίδας αλλάζει τα δεδομένα, δεν γίνεται ένα χρηματιστήριο με σταθερό νόμισμα και επενδυτική βαθμίδα να συγκρίνεται με το χρηματιστήριο της Τουρκίας ή κάποιων αφρικανικών χωρών.
Με χθεσινά κλεισίματα (πηγή: Bloomberg) οι βασικές αμερικανικές αγορές διαπραγματεύονται για το 2023 και 2024 μεταξύ 18 και 17 φορών τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων και η μερισματική απόδοση είναι 1,4%.
Στην Ευρώπη η εικόνα είναι λιγότερο απαιτητική αφού οι δείκτες παίζουν μεταξύ 12,8 και 11,9 φορών με μέση μερισματική απόδοση 3,3%. Τα χαμηλά ΡΕ οφείλονται στον τραπεζικό κλάδο, αλλά και στους χαμηλούς συντελεστές των ενεργειακών εταιρειών (διυλιστήρια, παραγωγούς ενέργειας), καθώς η αγορά θεωρεί μη επαναλαμβανόμενη την εικόνα της κερδοφορίας τους.
Με βάση τις εκτιμήσεις και τις προβολές κερδών του 2023 και 2024 οι βασικές ελληνικές μετοχές διαπραγματεύονται με ένα μέσο ΡΕ 13,6 και 11,1, ενώ η μέση μερισματική απόδοση είναι 4,2%. Ενδεχομένως η αυξημένη μερισματική απόδοση δικαιολογεί το μικρό premium που έχει η φετινή χρονιά, ενώ η επόμενη δείχνει ευθυγραμμισμένη με ό,τι ισχύει στις κυριότερες ευρωπαϊκές αγορές.
Η σχέση των λειτουργικών κερδών με την επιχειρηματική αξία (κεφαλαιοποίηση συν καθαρός δανεισμός) βρίσκεται στις 7,2 φορές για το 2023. Εκ πρώτης όψεως η αγοράς δεν είναι ακριβή, τα ΡΕ υποθέτουν αύξηση κερδών 15-17% το οποίο δεν είναι εκτός πραγματικότητας και η επιχειρηματική αξία που ως δείκτης χρησιμοποιείται κυρίως για εγχειρήματα εξαγορών είναι πιο κοντά στο κάτω εύρος της ζώνης των συναλλαγών.
Σε ένα περιβάλλον αναβαθμίσεων η ελληνική αγορά θα είχε ένα πλεονέκτημα υπεραπόδοσης που εκτός από τις εισροές στις μετοχές θα μπορούσε να υποστηριχθεί από το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και τη βελτιωμένη εικόνα των καθαρών περιθωρίων κέρδους.
Ας μείνουμε συντηρητικοί -τουλάχιστον μέχρι να κλείσει και το θέμα των δεύτερων εκλογών- και ας υποθέσουμε ότι έχουμε μπροστά μας ένα δυνητικό περιθώριο ανόδου 180-200 μονάδων του Γενικού Δείκτη. Σε αυτά τα επίπεδα η αποτίμηση της αγοράς θα είναι περίπου 96 δισ. ευρώ. Σε αυτό το ράλι οι μετοχές που πρωταγωνίστησαν στην συνεδρίαση της Δευτέρας θα συνεχίσουν να έχουν τον πρώτο λόγο.