Την Παρασκευή που μας πέρασε ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για την αμερικανική αγορά εργασίας τον Ιούλιο. Αν θα έπρεπε να περιγράψουμε με συντομία τα σχετικά νέα θα λέγαμε πως η αμερικανική οικονομία συνεχίζει να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας με ικανοποιητικό ρυθμό αλλά όχι τόσο δυνατά που να προκαλεί ανησυχίες για χειροτέρευση της κατάστασης στον τομέα του πληθωρισμού.
Τον Ιούλιο δημιουργήθηκαν περίπου 187 χιλιάδες νέες θέσεις έναντι περίπου 200 χιλιάδων που ανέμεναν οι οικονομολόγοι, ενώ τα τελικά (διορθωμένα) στοιχεία για τον Ιούνιο και τον Μάιο έδειξαν πως οι νέες θέσεις ήταν περίπου 185 χιλιάδες για κάθε έναν από τους δύο αυτούς μήνες.
Το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με 3,5%, ενώ η μέση ωριαία αμοιβή των εργαζομένων ανέβηκε κατά 4,4% σε σχέση με τα προ έτους επίπεδα. Το μόνο «μελανό» σημείο, τουλάχιστον για τους αναλυτές και τους οικονομολόγους ήταν το ότι η μέση ωριαία αμοιβή ανέβηκε λίγο περισσότερο από το αναμενόμενο (4,2%) πράγμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ελαφρώς πληθωριστικό. Γενικά όμως, η εικόνα της αγοράς εργασίας για τον Ιούλιο ήταν τέτοια που δύσκολα θα δικαιολογούσε μία νέα αύξηση επιτοκίων για τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
Πέρα από αυτό, το γεγονός πως τους τελευταίους μήνες υπάρχει μία σαφής τάση παραμονής των νέων θέσεων κάτω από τις 200 χιλιάδες έκανε πολλούς σχολιαστές να εκτιμήσουν πως είναι πολύ πιθανόν να δούμε μία παρόμοια, και ίσως λίγο πιο αδύναμη, εικόνα και τους προσεχείς μήνες. Αυτή η εκτίμηση, σε συνδυασμό με την αρκετά ενθαρρυντική πορεία του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες, τη σταδιακή εξασθένηση των φόβων για ύφεση της οικονομίας και τη σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και της οικονομίας (σύμφωνα με στοιχεία της προηγούμενης εβδομάδας) ενισχύει ακόμα περισσότερο τους οπαδούς της θεωρίας της ομαλής προσγείωσης της οικονομίας.
Η θεωρία αυτή, η οποία προβλέπει την καταπολέμηση του πληθωρισμού χωρίς να προκληθούν έξαρση της ανεργίας και ύφεση της οικονομίας, γίνεται όλο και πιο δημοφιλής το τελευταίο διάστημα, όπως φαίνεται και από τις αλλαγές προς το υψηλότερο των στόχων των χρηματιστηριακών αναλυτών για τους μεγάλους χρηματιστηριακούς δείκτες των ΗΠΑ. Οπαδός της θεωρίας θα μπορούσαμε να πούμε πλέον πως είναι και η ίδια η Fed, αφού ο διοικητής Πάουελ δήλωσε πολύ πρόσφατα πως το μοντέλο των οικονομολόγων της Κεντρικής Τράπεζας δεν προβλέπει πλέον σημαντικές πιθανότητες για ύφεση της οικονομίας.
Με βάση τα τελευταία οικονομικά νέα για τις ΗΠΑ, τα «στοιχήματα» στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου δείχνουν πως οι επενδυτές δεν περιμένουν πλέον νέες αυξήσεις των επιτοκίων και πιθανολογούν πως από τον Φεβρουάριο του 2024 και μετά θα δούμε την πρώτη μείωση των επιτοκίων αναφοράς. Ένα ακόμα εξάμηνο με υψηλά (για τα τελευταία χρόνια) επιτόκια είναι μία προοπτική όχι πολύ ευχάριστη για τους επενδυτές, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Είναι όμως και μία προοπτική με την οποία έχουν συμβιβαστεί αυτή την περίοδο.
Το ερώτημα εδώ είναι αν αυτή η εκτίμηση είναι ρεαλιστική ή όχι. Η απάντηση προφανώς δεν είναι και πολύ εύκολη αλλά θα αποτολμήσουμε μερικές σκέψεις. Πρώτα απ’ όλα, όπως λέει και ο διοικητής Πάουελ, οι αποφάσεις της Fed σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς είναι πάντα data dependent (δηλαδή εξαρτώνται από τα οικονομικά στοιχεία), πράγμα που σημαίνει πως αν τα στοιχεία τους επόμενους μήνες είναι διαφορετικά από αυτά που περιμένουν οι αγορές, οι τωρινές εκτιμήσεις για την εξέλιξη των επιτοκίων αναφοράς στο μέλλον θα πρέπει να αλλάξουν.
Για ευκολία, θα θεωρήσουμε πως οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών θα επιβεβαιωθούν. Για παράδειγμα, την επόμενη Πέμπτη θα μάθουμε τα νέα για τον πληθωρισμού του Ιουλίου στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με ό,τι βλέπουμε στον διεθνή οικονομικό Τύπο, ο ετήσιος πληθωρισμός αναμένεται να ανέλθει στο 3,30%, ανεβασμένος από την αντίστοιχη μέτρηση του Ιουνίου που ήταν 3,00%. Η μέτρηση όμως που ενδιαφέρει περισσότερο τη Fed είναι αυτή του δομικού πληθωρισμού, δηλαδή του πληθωρισμού χωρίς να υπολογιστούν οι μεταβολές στις τιμές καυσίμων και τροφίμων.
Ο ετήσιος δομικός πληθωρισμός αναμένεται στο 4,80%, δηλαδή αμετάβλητος από τον Ιούνιο. Δεδομένου του ότι ο στόχος της Fed για τον δομικό πληθωρισμό είναι το 2,00%, είναι φανερό πως βρισκόμαστε ακόμα πολύ μακριά. Όπως έχει πει επανειλημμένα ο διοικητής Πάουελ, οι μειώσεις επιτοκίων θα ξεκινήσουν όταν θα είναι πλέον φανερό πως η πορεία του πληθωρισμού είναι τέτοια που θα δημιουργήσει την πεποίθηση πως η επιστροφή του στο 2,00% είναι εφικτή και ορατή. Με την οικονομία να δείχνει ανθεκτική και την αγορά εργασίας να εξακολουθεί να παράγει περίπου 200 νέες χιλιάδες θέσεις τον μήνα, ο διοικητής Πάουελ δεν έχει κανέναν λόγο να ασχοληθεί με σενάρια μείωσης των επιτοκίων, καθώς βλέπει πως η χώρα αντέχει τα υψηλότερα επιτόκια. Για να δικαιωθούν οι επενδυτές που εκτιμούν πως τον επόμενο Φεβρουάριο θα ξεκινήσουν οι μειώσεις επιτοκίων, θα πρέπει μέχρι τότε να έχει παρατηρηθεί σημαντική εξασθένηση του δομικού πληθωρισμού.
Προφανώς, αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, παρά το γεγονός πως αυτή τη στιγμή βρίσκεται πολύ μακριά από τους στόχους της κεντρικής τράπεζας. Δεν ξέρουμε πόσο εύκολο θα είναι αυτό τη στιγμή που οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ έχουν αναβαθμιστεί και πλέον αναμένεται (σύμφωνα με τις προβλέψεις του παραρτήματος της Fed στην πόλη της Ατλάντα) πως το αμερικανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί σε ετήσιο ρυθμό κατά 3,9% στο τρίτο τρίμηνο του 2023 από 2,4% για το δεύτερο τρίμηνο.
Πέρα από αυτό, η πρόσφατη άνοδος των τιμών των καυσίμων, στην περίπτωση που συνεχιστεί μέσα στον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέα έξαρση του πληθωρισμού. Αναφερόμαστε στην τιμή της βενζίνης στις ΗΠΑ, η οποία θα είναι ανώτερη της περσινής τιμής αν παραμείνει στα τωρινά επίπεδα μέχρι την αρχή του επόμενου μήνα. Μπορεί, όπως είπαμε πριν, η Fed να κοιτάζει κυρίως τον δομικό πληθωρισμό, αλλά θα είναι πολύ δύσκολο να παραμείνει αδιάφορη στην περίπτωση αναζωπύρωσης του ονομαστικού πληθωρισμού.
Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως όσο οι διάφοροι οικονομικοί δείκτες εξακολουθούν να δείχνουν μία εικόνα υγιούς ανάπτυξης, η κεντρική τράπεζα δε θα έχει κανένα λόγο να βιαστεί στη μείωση των επιτοκίων, ακόμα και αν ο δομικός πληθωρισμός έχει μία σταδιακή πτωτική πορεία. Για να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων αν η πτώση του πληθωρισμού είναι μικρότερη από την επιθυμητή, θα πρέπει να έχει συμβεί κάτι άλλο. Κατά την άποψή μας, αυτό μπορεί να είναι μόνο μία απότομη χειροτέρευση της οικονομίας των ΗΠΑ, δηλαδή μία ύφεση (ίσως και εξαιτίας της καθυστερημένης επίδρασης των υψηλών επιτοκίων στις αμερικανικές επιχειρήσεις).
Θα μπορούσε να έρθει και σαν αντίδραση σε μία μεγάλη πτώση των χρηματιστηριακών αγορών, κάτι που λογικά θα συμβαδίζει με το προηγούμενο ενδεχόμενο. Σε καμία περίπτωση δεν προβλέπουμε πως θα γίνει κάτι από αυτά τα δύο ενδεχόμενα, προφανώς όμως δεν μπορούμε να τα αποκλείσουμε κατηγορηματικά. Δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε και την πιθανότητα να δούμε την επιθυμητή για τη Fed πτώση του δομικού πληθωρισμού. Εφόσον όμως δε συμβεί κάτι από τα παραπάνω, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για υψηλά επιτόκια για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που προβλέπουν τώρα οι αγορές. Δύσκολο να πούμε αν αυτό θα αρέσει στους επενδυτές, αν και συνήθως δεν τους αρέσει.