Η τραπεζική κρίση που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, αφήνει πίσω της ζημίες και ανησυχίες. Tο παιχνίδι της επίρριψης των ευθυνών, το γνωστό και σαν «blame game» είναι πιο έντονο παρά ποτέ. Τόσο στις αναλύσεις των επενδυτικών οίκων από το εξωτερικό, όσο και στην διεθνή εξειδικευμένη αρθρογραφία υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι μέσω των οποίων αναλύεται η κρίση.
Ο πρώτος τρόπος είναι το λεγόμενο «to blame for», δηλαδή ποιος είναι υπεύθυνος ή ένοχος.
Ο δεύτερος τρόπος είναι το «put the blame on», δηλαδή σε ποιον θα ρίξουμε στο φταίξιμο.
Και ο τρίτος τρόπος είναι το «take the blame», δηλαδή ποιος θα αναλάβει την ευθύνη.
H αλήθεια είναι πως με όποιον τρόπο και να επιχειρηθεί να προσεγγιστεί, η σημερινή κρίση δεν μοιάζει σε τίποτα με τις κρίσεις του 2001, του 2008, του 2010 και του 2020.
Για την κρίση του 2001, υπεύθυνη ήταν η φούσκα των λεγόμενων εταιρειών dot-com, που είχε οδηγήσει τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις της Wall Street στη στρατόσφαιρα. Για την κρίση του 2008, υπεύθυνη ήταν η βιομηχανία των τιτλοποιημένων «τοξικών» ενυπόθηκων δανείων. Η κρίση του 2010 που εξελίχθηκε στην Ευρώπη οφειλόταν στην κρίση Δημοσίου χρέους των χωρών του Νότου. Και η κρίση του 2020, ξέσπασε σαν αποτέλεσμα της Covid-19.
Ποιος είναι υπεύθυνος για τη σημερινή κρίση του 2023; Οι μηχανισμοί αντιστάθμισης κινδύνου της Silicon Valley Bank, που έπρεπε να έχουν καλύψει το ρίσκο από ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων και μείωσης των τιμών των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου. Και οι ανύπαρκτοι μηχανισμοί εταιρικής διακυβέρνησης της Credit Suisse που την είχαν μετατρέψει σε ένα μηχανισμό γένεσης σκανδάλων.
Σε ποιον θα ρίξουμε το φταίξιμο; Οι χρηματιστηριακοί επενδυτές ρίχνουν την ευθύνη στις κεντρικές τράπεζες για τις αυξήσεις των επιτοκίων που αδυνάτισαν τις λογιστικές καταστάσεις των τραπεζών, στους καταθέτες και στις εποπτικές αρχές που ασκούσαν πλημμελή έλεγχο.
Το ποιος θα αναλάβει την ευθύνη, μένει να απαντηθεί. Οι κεντρικές τράπεζες δηλώνουν πως μέσω της αύξησης των επιτοκίων δίνουν τη δική τους μάχη απέναντι στον πληθωρισμό. Οι SVB και η CS, δηλώνουν πως έπεσαν θύματα τόσο της πολιτικής της Fed, όσο και ενός πρωτοφανούς στα τραπεζικά χρονικά καταθετικού «bank run».
Και οι κυβερνήσεις τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ελβετία δηλώνουν πως θα κάνουν «ό,τι πρέπει» για να σωθούν οι τράπεζες, υιοθετώντας ακόμα και μεθόδους και πρακτικές που ξεφεύγουν από τα πεπατημένες.
Η επίγευση που έχει μείνει στα χείλη των επενδυτών μετά την κατάρρευση και τη διάσωση της Silicon Valley Bank και της Credit Suisse, καθώς και μετά τον πανικό από την εκτόξευση της τιμής των CDSs της Deutsch Bank, είναι δυσάρεστη.
Οι επενδυτές έμαθαν πως τίποτα πλέον δεν είναι ασφαλές. Ακόμα και μια ελβετική τράπεζα.
Έμαθαν πως «οι κανόνες του παιχνιδιού» μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή, κατά το δοκούν.
Έμαθαν πως ο συστημικός κίνδυνος κινείται πλέον πέρα και έξω από τα πλαίσια, που θεωρούσαν ασφαλή και δεδομένα.
Τέλος έμαθαν - κάποιοι μάλιστα με οδυνηρό τρόπο - ότι τα δικαιώματα των μετόχων των τραπεζών, και τα δικαιώματα των ομολογιούχων, δεν είναι ούτε απαράβατα, ούτε προστατευμένα και ότι μπορούν να παρακαμφθούν με διαδικασίες «by pass», με κυβερνητικές αποφάσεις ή παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών.