Οι χθεσινές ανακοινώσεις του δείκτη μεταποίησης και υπηρεσιών στην Ευρώπη έδειξαν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αφήνοντας ωστόσο ένα μικρό παράθυρο αισιοδοξίας. Ο σχετικός δείκτης μειώθηκε από το 54,8 στο 51,9 τον Ιούνιο χάνοντας την ισχυρή δυναμική που καταγράφηκε τον Απρίλιο προσεγγίζοντας πλέον την κεντρική τιμή που οριοθετεί το πέρασμα στην ύφεση.
Γιατί μας ενδιαφέρει ο συγκεκριμένος δείκτης; Αφενός γιατί αποτελεί ένα πρόδρομο δείκτη που προσδιορίζει ρυθμούς αύξησης ή μείωσης της ζήτησης σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό πεδίο και άρα έχει ευθεία συσχέτιση με την πορεία του ΑΕΠ αφετέρου γιατί έρχεται να επιβεβαιώσει τη μετριοπαθή στάση που δείχνει να κρατάει η ΕΚΤ για τα επιτόκια σε σχέση με την επιθετική στάση της FED. Θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει ένδειξη κορύφωσης του ύψους του πληθωρισμού αν και θα χρειαστεί να έχουμε και μια δεύτερη μηνιαία μέτρηση που να επιβεβαιώσει την επιβράδυνση του Ιουνίου.
Παρόλα αυτά το γεγονός ότι ο σχετικός δείκτης έμεινε πάνω από την αριθμητική τιμή του 50 δείχνει ότι υπήρξε αυξητική τάση έναντι του Μαΐου. Η επίδοση του Μαΐου είχε «φορτιστεί» θετικά από το άνοιγμα των οικονομιών μετά την άρση των περιορισμών λόγω της πανδημίας αλλά και τη σταδιακή μείωση των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα. Από αυτή την άποψη ο Ιούνιος είχε να ανταγωνιστεί μια πιο ισχυρή βάση σύγκρισης. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο Ιούνιος σηματοδοτεί το τέλος αυτού του πλεονεκτήματος ή ο Τουρισμός θα καλύψει το χαμένο έδαφος κερδίζοντας χρόνο έως το Φθινόπωρο το οποίο εκτιμάται ότι θα είναι ιδιαιτέρως δύσκολο για τις ευρωπαϊκές οικονομίες λόγω των υφιστάμενων ενεργειακών τιμών.
Επίσης, η σταδιακή αποκατάσταση του ομαλού εφοδιασμού της Αγοράς ενδέχεται να μειώσει τις παραγγελίες πρώτων υλών αφού οι περισσότερες εταιρίες έχουν στο εξάμηνο φτάσει στα όρια της αποθεματοποίησης για την απρόσκοπτη λειτουργία τους, θέλοντας να μειώσουν τον κίνδυνο αδυναμίας παραδόσεων. Μέρος από την υποχώρηση που καταγράφεται τις τελευταίες δύο εβδομάδες στις αγορές εμπορευμάτων (μέταλλα, τσιμέντο, ξυλεία, τρόφιμα κλπ) αποδίδεται και στη χαλαρότερη ζήτηση. Η στάση αυτή αποδίδεται και στη συντηρητικότερη στάση που συνολικά τηρούν οι επιχειρήσεις ενόψει της νομισματικής σύσφιξης και πολύ πιθανόν να συνδέεται και από κάποια πρώτα μηνύματα από τις παραγγελίες των επόμενων μηνών.
Όπως και να έχει η μείωση του δείκτη μεταποίησης από τον Απρίλιο και μετά δείχνει μια επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρώπη γεγονός το οποίο ενδέχεται τελικά να φέρει πιο γρήγορα την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων. Εδώ βέβαια ο ρόλος των τιμών των καυσίμων και γενικά της ενέργειας θα είναι για μια ακόμα φορά καταλυτικός.