Η πρόσφατη κατάρρευση των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, από τα 345 ευρώ ανά κιλοβατώρα που ήταν στα τέλη Αυγούστου, έως τα 105 ευρώ στις 11 Νοεμβρίου και στα 134 ευρώ σήμερα, έχει δημιουργήσει μία λανθασμένη και έως ένα βαθμό επικίνδυνη αίσθηση ασφάλειας.
Σε συνδυασμό με τις ήπιες, μέχρι στιγμής, καιρικές συνθήκες, διαμορφώνουν ένα κλίμα διαχειρίσιμης κατάστασης που δεν μοιάζει σε τίποτα με τις ακραίες ανησυχίες των περασμένων μηνών. Ενδεικτική είναι η προχθεσινή δήλωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σύμφωνα με την οποία ο χειμώνας θα περάσει χωρίς προβλήματα για την Ευρώπη.
Παρ’ όλα αυτά, η ενεργειακή κρίση δεν έχει τελειώσει και οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα κινηθούν υψηλότερα το 2023, καθώς η Ευρώπη θα αναζητά τρόπους να γεμίσει ξανά τις ενεργειακές της αποθήκες. Φέτος, και έως τα μέσα Νοεμβρίου, η Ε.Ε. γέμισε τα αποθέματά της στο 96% της συνολικής της ικανότητας, πολύ πάνω από το 88% που είναι ο μέσος όρος της τελευταίας πενταετίας.
Επομένως, είναι δικαιολογημένη η αισιοδοξία της Φον ντερ Λάιεν για τους επόμενους μήνες. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για το μεγαλύτερο μέρος του 2023. Σύμφωνα με τους αναλυτές εμπορευμάτων της ING, για να διασφαλιστεί η επάρκεια ενέργειας τον χειμώνα του 2023-24 θα πρέπει να συνεχιστεί η μειωμένη ζήτηση, δεδομένου ότι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος περαιτέρω μείωσης της τροφοδοσίας ρωσικού φυσικού αερίου.
Η ING τοποθετεί την τιμή του φυσικού αερίου TTF στα 150 ευρώ/μεγαβατώρα στο α’ τρίμηνο του 2023 και βλέπει πτώση στα 140 ευρώ στο β’ τρίμηνο. Στη συνέχεια, αναμένει σημαντική άνοδο των τιμών στα 190 ευρώ στο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου ενόψει του επόμενου χειμώνα και στα 220 ευρώ προς το τέλος του 2023. Επιπλέον, η ING τονίζει ότι οι προσπάθειες των κρατών-μελών της ΕΕ να μετράσουν τον αντίκτυπο της ενεργειακής κρίσης, όπως οι κοινές αγορές φυσικού αερίου και η επιβολή πλαφόν, δεν λύνουν το πρόβλημα. Η μοναδική βιώσιμη και μακροπρόθεσμη λύση για την Ευρώπη είναι να αυξήσει την προσφορά και να άρει τα εμπόδια που αντιμετωπίσει ο κλάδος.
Ο άλλος ενεργειακός πονοκέφαλος είναι το πετρέλαιο. Μετά τις αρνητικές τιμές που για πρώτη φορά στην ιστορία είδαν οι τιμές του μαύρου χρυσού στο αποκορύφωμα των ανησυχιών για την πανδημία, το αργό τύπου WTI έφτασε στα 122 δολάρια και το Brent στα 123,58 δολάρια στις 8 Ιουνίου.
Από τότε οι τιμές έχουν αποκλιμακωθεί σημαντικά με το αργό να υποχωρεί κατά 39% στα 75 δολάρια και το Brent κατά 35% στα 81 δολάρια. Οι ανησυχίες για τη ζήτηση επηρεάσουν το κλίμα αλλά και πάλι οι προβλέψεις τοποθετούν τις τιμές του πετρελαίου υψηλότερα το 2023 καθώς η Ευρώπη εφαρμόζει το εμπάργκο στο ρωσικό αργό και ο ΟΠΕΚ+ μειώνει την παραγωγή.
Η ING «βλέπει» το Brent στα 100 δολάρια/βαρέλι στο πρώτο και στο δεύτερο τρίμηνο του 2023, στα 105 δολάρια στο γ’ τρίμηνο και στα 110 δολάρια στο δ’ τρίμηνο. Με άλλα λόγια δίνει περιθώρια ανόδου 35,8% έως το τέλος του 2023.
Για το αμερικανικό αργό εκτιμά ότι η τιμή του θα διαμορφωθεί στα 96 δολάρια στο α’ τρίμηνο, στα 97 στο β’ τρίμηνο, στα 102 στο γ’ τρίμηνο και στα 107 στο τέλος του 2023.
Ο οίκος αποδίδει τις προβλέψεις του στη μειωμένη τροφοδοσία ρωσικού πετρελαίου και στις περικοπές της παραγωγής του ΟΠΕΚ+, εξελίξεις που θα ενισχύσουν τη στενότητα της αγοράς κατά τη διάρκεια του 2023. Τονίζει δε, πως ακόμη και αν σημειωθεί αποκλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία, είναι απίθανο να επανέλθουν οι εμπορικές ροές του πετρελαίου στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν τη ρωσική εισβολή.
Επίσης, η πιθανότητα οι ΗΠΑ να γεμίσουν εκ νέου τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου στην περίπτωση που το WTI υποχωρήσει προς τα 70 δολάρια, αναμένεται να προσφέρει ισχυρή στήριξη στις τιμές.