Της Μαίρης Βενέτη*
Το γεγονός ότι το ελληνικό χρηματιστήριο κατάφερε να κλείσει χτες με θετικό πρόσημο εν μέσω διεθνών απωλειών, είναι ενδεικτικό της έντονης διάθεσης της ελληνικής αγοράς για άνοδο. Πόσο μάλιστα από τη στιγμή που, εκτός της διεθνούς τρικυμίας λόγω της νέας σινοαμερικανικής εμπλοκής όσον αφορά τις εμπορικές συνομιλίες, είχαμε και προβληματισμούς ελληνικής εντοπιότητας, λόγω της δημοσιοποίησης της νέας έκθεσης της UBS.
Η ελβετική τράπεζα επισήμανε ότι οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα μακροπρόθεσμα είναι πολλές και σύνθετες, με αποτέλεσμα παρά το μεγάλο cash buffer, οι σημερινές αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να μην "αποζημιώνουν" τους επενδυτές για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν.
Άλλωστε η UBS θεωρεί απίθανη μια αναβάθμιση της Ελλάδας πάνω από το βαθμό ΒΒ τους επόμενους 12 μήνες και προχώρησε σε σύσταση για πώληση των ελληνικών κρατικών ομολόγων με λήξη πέραν του 2020.
Παρά ταύτα τα ελληνικά ομόλογα παρέμειναν ψύχραιμα και ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών παρόλο που δεν κατάφερε να κρατήσει τις 764 μονάδες, ενισχύθηκε κατά 0,63%.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι: Πόση «κόντρα» μπορεί να κρατήσει η ελληνική αγορά, αν η επιδείνωση της διεθνούς επενδυτικής ψυχολογίας παγιωθεί τις προσεχείς ημέρες;
Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα το πράσινο χρώμα να συνοδεύει τους ελληνικούς τίτλους, αν το κόκκινο κατασπαράζει τα διεθνή χρηματιστήρια.
Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η εύθραυστη ελληνική οικονομία χρειάζεται το καλό διεθνές κλίμα, καθώς καμιά οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον σε ένα αποστειρωμένο από τις διεθνείς εξελίξεις περιβάλλον.
Αν σκεφτούμε και τα ενδογενή μας προβλήματα, τότε γίνεται κατανοητό ότι η καλή διεθνής συγκυρία είναι κάτι σαν «νεραϊδονονά» της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Μια ανάπτυξη για την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατήρησε χτες την πρόβλεψη της στο 2,2% για το 2019, αλλά ψαλίδισε την πρόβλεψη για το 2020 σε 2,2% από 2,3%, καυτηριάζοντας μάλιστα τις απογοητευτικές επιδόσεις της χώρας μας στις επενδύσεις. (σ.σ: Να υπενθυμίσουμε την τεράστια «βουτιά» των επενδύσεων πέρυσι, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου μειώθηκε κατά 12,2% το 2018).
Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν, η Ελλάδα θα πετύχει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους το 2019 και το 2020, διότι υπάρχει ακόμα μεγάλο παραγωγικό κενό, οι κρατικές δαπάνες παραμένουν υπό έλεγχο λόγω των ανώτατων ορίων που θεσπίστηκαν στην υγεία και τις νέες προσλήψεις στο δημόσιο και υπάρχουν αυξανόμενα οφέλη από την μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού.
Επισημαίνεται, όμως ότι υπάρχουν απογοητευτικές επιδόσεις στις επενδύσεις, οι οποίες αποτέλεσαν μεγάλο «βαρίδι», μεταξύ άλλων, εξαιτίας της μεγάλης υποεκτέλεσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ).
Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το περυσινό πρωτογενές υπερπλεόνασμα προήλθε και από την υπερσυγκράτηση δαπανών.
Η Κομισιόν σχολίασε τέλος ότι υπάρχουν σημαντικοί πτωτικοί κίνδυνοι:
- Από πιθανές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες θα μπορούσαν να ανατρέψουν εν μέρει προηγούμενες μεταρρυθμίσεις και να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις.
- Από «πολιτικές πρωτοβουλίες» που επηρεάζουν το κόστος μισθοδοσίας του Δημοσίου.
Συνεχίζοντας τα «ναι μεν αλλά», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «βλέπει» τον κρατικό προϋπολογισμό να κλείνει με πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ τη φετινή χρονιά (χάρη και στη συμβολή των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους), ενώ το 2020 θα καταγραφεί οριακό έλλειμμα 0.1% του ΑΕΠ.
Το δημόσιο χρέος θα διαμορφωθεί στο 174,9% του ΑΕΠ το 2019 και θα μειωθεί στο 168,9% του ΑΕΠ το 2020.
Αν και η Επιτροπή επιβεβαιώνει την τεράστια «βουτιά» των επενδύσεων πέρυσι, εντούτοις για φέτος εκτιμά ότι θα υπάρξει αύξηση της τάξεως του 10,1% και το 2020 περαιτέρω αύξηση κατά 10,8%.
Περιμένει επίσης αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 18,2% φέτος και στο 16,8% το 2020 από 19,3% πέρυσι.
Ειδική αναφορά γίνεται και στην αύξηση του κατώτατου μισθού, που, όπως επισημαίνεται, έδωσε βραχυπρόθεσμη ώθηση στην ιδιωτική κατανάλωση, αλλά θα προκαλέσει μικρή επιβράδυνση στην αύξηση της απασχόλησης (+1,5% φέτος και +1,3% το 2020) και μικρή αύξηση του πληθωρισμού τόσο το 2019 όσο και το 2020 Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,6% φέτος και 0,8% το 2020 και, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «αναμένεται να προκαλέσει απώλεια ανταγωνιστικότητας, αλλά η Ελλάδα αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνει τα μερίδια της στην παγκόσμια αγορά».
Μελετώντας χωρίς φόβο και πάθος τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι παρατηρήσεις της έχουν απόλυτα λογικό υπόβαθρο.
Ως εκ τούτου, όσοι ασχολούνται με το ελληνικό χρηματιστήριο θα πρέπει να παρακολουθούν πρωτίστως τις τυχόν αρνητικές αποκλίσεις της ελληνικής οικονομίας από τις τρέχουσες προβλέψεις της Κομισιόν, για έναν πολύ απλό λόγο: Όπως η θετική απόκλιση μπορεί να προσφέρει γερή άμυνα και λελογισμένη πτώση στο ελληνικό χρηματιστήριο εν μέσω αρνητικών διεθνών συγκυριών, έτσι ακριβώς η αρνητική απόκλιση μπορεί να επικρατήσει της αποκατάστασης της ηρεμίας στο διεθνές περιβάλλον, στερώντας του μια δυνατή απόδοση.
* H Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Φωτογραφία: Intimenews.gr