Η κατρακύλα των μετοχών στη Wall Street φέτος στρέφει την προσοχή στα επίπεδα αποτίμησης, καθώς οι επενδυτές ζυγίζουν το αν είναι καλή στιγμή να αγοράσουν μετοχές που έχουν χτυπηθεί από τη διόρθωση ενόψει της γεωπολιτικής αβεβαιότητας και μιας κεντρικής τράπεζας που υιοθετεί συσταλτική πολιτική.
Με τον δείκτη αναφοράς S&P 500 να έχει χάσει πάνω από 13,5% μέχρι στιγμής φέτος, οι αποτιμήσεις βρίσκονται πλέον στο χαμηλότερο επίπεδο των δύο τελευταίων ετών με τον πολλαπλασιαστή κερδών (Ρ/Ε) του δείκτη γύρω στο 17,9 από 21,7 στο τέλος της περυσινής χρονιάς.
Παρόλο που οι υψηλές αποτιμήσεις στη δυναμική ανάκαμψη της χρηματιστηριακής αγοράς από τα χαμηλά της πανδημίας δεν σταμάτησαν πολλούς επενδυτές από την ανάληψη ρίσκου, στην τωρινή συγκυρία η αγορά τιμωρεί γρήγορα τις μετοχές που δείχνουν υπερτιμημένες σε μια φάση που η Fed αποσύρει τη χαλαρή νομισματική πολιτική που είχε διατηρήσει τις ομολογιακές αποδόσεις χαμηλές και είχε ωθήσει τις μετοχές ανοδικά.
Η διόρθωση μπορεί να βελτιώνει την ελκυστικότητα των μετοχών που έχουν χτυπηθεί για τους αγοραστές που «ψαρεύουν» στα χαμηλά, αλλά πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι δεν έχουν γίνει αρκετά φτηνές, καθώς η Fed δείχνει έτοιμη για επιθετικό σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής στη μάχη ενάντια στον πληθωρισμό, οι ομολογιακές αποδόσεις ανεβαίνουν και τα γεωπολιτικά ρίσκα συνεχίζουν να αναστατώνουν τις αγορές.
Μπορεί οι μετοχές να πλησιάζουν τα δίκαια επίπεδα αποτίμησης, αλλά υπάρχει ακόμη απόσταση μέχρις ότου τα φτάσουν αν λάβει κανείς υπόψη τις αποδόσεις των ομολόγων και τον αναμενόμενο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
Η έντονη μεταβλητότητα τάραξε τις αγορές τις τελευταίες εβδομάδες μετά την κίνηση της Fed να αυξήσει το κόστος χρήματος κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και να σηματοδοτήσει ότι έπονται και άλλες, στην προσπάθεια να ελεγχθεί ο υψηλότερος πληθωρισμός της τελευταίας 40ετίας. Ο δείκτης S&P 500 χάνει έδαφος για πέντε συνεχείς εβδομάδες, το μακρύτερο διάστημα απωλειών από τα μέσα του 2011.
Η αγορά μπορεί να δει νέο κύμα μεταβλητότητας, αν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό αυτή την εβδομάδα αποδειχτούν χειρότερα των προσδοκιών, εξέλιξη που θα ενισχύσει την προοπτική επιθετικότερου σφιξίματος της νομισματικής πολιτικής από την Fed.
Από μία άποψη, οι αποτιμήσεις και το κλίμα στη χρηματιστηριακή έχουν σημειώσει ένα υγιές reset και για να ακολουθήσει διατηρήσιμη ανοδική αντίδραση θα χρειαστεί μεγαλύτερη πεποίθηση για την ικανότητα της Fed να ελέγξει τον πληθωρισμό χωρίς να βλάψει την οικονομία.
Παρόλο που οι αποτιμήσεις έχουν χάσει ύψος, το Ρ/Ε του δείκτη S&P 500 παραμένει πάνω από το μακροχρόνιο μέσο όρο, τις 15,5 φορές τα προσδοκώμενα κέρδη. Οι εταιρείες που απαρτίζουν τον δείκτη αναμένεται ότι θα αυξήσουν την κερδοφορία τους κατά 9% φέτος και αυτό ίσως να ενισχύσει την ελκυστικότητα τους μετά από ένα πρώτο τρίμηνο αποτελεσμάτων, που σε γενικές γραμμές ήταν καλύτερο από τις προσδοκίες της αγοράς.
Ρόλο - κλειδί θα παίξουν τα κρατικά ομόλογα ΗΠΑ και συγκεκριμένα το αν θα συνεχιστεί το ξεπούλημα που ώθησε την απόδοση του 10ετους στο υψηλότερο σημείο από το 2018, πάνω από το 3%. Οι υψηλές ομολογιακές αποδόσεις πλήττουν την ελκυστικότητα των μετοχών, ιδιαίτερα του κλάδου της τεχνολογίας, καθώς οι αναμενόμενες ταμειακές ροές των επιχειρήσεων προεξοφλούνται με υψηλότερα επιτόκια.
Ο πολλαπλασιαστής κερδών του κλάδου της τεχνολογίας στον δείκτη S&P 500 έχει πέσει στο 21,4 από 28,5 με βάση το κλείσιμο της Παρασκευής. Ωστόσο, το Ρ/Ε του κλάδου συνεχίζει να εμφανίζει πριμ 20% σε σχέση με τον πολλαπλασιαστή του δείκτη την τελευταία πενταετία που είχε πριμ 15%.
Αν η απόδοση του 10ετους ομολόγου κινηθεί μεταξύ του 3% με 3,5% θα συνεχίσει να πιέζει το Ρ/Ε και τον μηχανισμό προεξόφλησης στον κλάδο της τεχνολογίας. Σε μεγάλο βαθμό η πίεση από την άνοδο των αποδόσεων έχει εκδηλωθεί στις μετοχές αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα επιμείνει.
Αν τα επιτόκια πορευτούν σε νέο, υψηλότερο εύρος τότε μάλλον θα έχουμε να κάνουμε με νέο καθεστώς αποτιμήσεων. Πέρα από τα θεμελιώδη μεγέθη, μια τέτοια μεταβολή ενέχει υψηλή μεταβλητότητα. Παράλληλα, οι πραγματικές αποδόσεις στα 10ετη ομόλoγα ΗΠΑ πρόσφατα γύρισαν θετικές για πρώτη φορά από τον Μάρτιο του 2020, κάτι που αποδυναμώνει τη στήριξη των μετοχών.