Η έλευση του 2022 θα επαναφέρει στο προσκήνιο την προσπάθεια της χώρας μας για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο αξιόχρεο της. Η αναχαίτιση και διαχείριση της πανδημικής κρίσης στην οικονομία έχει επαναφέρει το ΑΕΠ πολύ κοντά στα επίπεδα του 2019 με την ψαλίδα πλέον να εκτιμάται ότι μπορεί να μειωθεί έως και 2% στο τέλος της χρονιάς. Εκεί που τα πράγματα είναι δύσκολα είναι στην παράλληλη μείωση του χρέους και τη μείωση των ελλειμμάτων.
Ευτυχώς, το 2022 δεν έχει δημοσιονομικές υποχρεώσεις που θα περιόριζαν τους βαθμούς ελευθερίας για μια πιο ζωηρή ανάκαμψη της οικονομίας. Το 2022 ο Προϋπολογισμός προβλέπει περαιτέρω μεγέθυνση της τάξης του 4,5% με τις εισροές του ταμείου ανάκαμψης να συμβάλλουν κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες, με το 88% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος να κατευθύνεται σε επενδύσεις και το 41,6% εξ αυτού σε δημόσιες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα.
Ακόμα, η επόμενη χρονιά ξεκινάει με το χαμηλότερο ποσοστό επίσημα καταγεγραμμένης ανεργίας από το 2010 με ότι αυτό συνεπάγεται για τις εισροές των ασφαλιστικών εσόδων και τα έσοδα από φόρους ενώ ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα βρίσκεται για πρώτη φορά μετά το 2015 σε μονοψήφιο ποσοστό για όλες τις συστημικές τράπεζες. Όλα τα παραπάνω αποτελούν απαντήσεις στις ως τώρα κυριότερες διατυπωμένες επιφυλάξεις των αξιολογητών.
Στον αντίποδα ο περιορισμός των ελλειμάτων έχει απέναντι του τις ανατιμήσεις των προϊόντων διεθνώς και ειδικά του κόστους ενέργειας που έχει αντανακλάσεις και στο κόστος παραγωγής άλλων βασικών αγαθών.
Η κάλυψη των δύο βαθμίδων που απέχει η χώρα από το επενδυτικό όριο δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση, ωστόσο η διαδρομή θα έχει αποτύπωμα στο Χρηματιστήριο. Στο κοντινό παρελθόν οι αλλαγές στην πιστοληπτική διαβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης έδειξε ότι το Χρηματιστήριο είναι περισσότερο ευαίσθητο στις υποβαθμίσεις.
Η υποβάθμιση σημαίνει υψηλότερο κόστος δανεισμού, μεγαλύτερη πιθανότητα αθέτησης συμφωνίας και μεγαλύτερη απόσταση (βλ. χρόνος) από το σκαλοπάτι της φερεγγυότητας.
Για τις εμποροβιομηχανικές εταιρείες που έχουν μεγάλη έκθεση στην εγχώρια οικονομία το κόστος δανεισμού της χώρας αποτελεί ένα δείκτη αναφοράς από το οποίο ξεκινούν και προσθέτουν μονάδες πάνω στο εταιρικό χρέος ανάλογα με το προφίλ τους.
Για τις τράπεζες η κατάσταση είναι ακόμα πιο σύνθετη αφού η επενδυτική βαθμίδα εκτός από τις δυνητικές αγορές ομολόγων της ΕΚΤ και τη συγκράτηση των τιμών των ομολόγων εξασφαλίζει πρόσβαση σε αρνητικά επιτόκια δανεισμού από τις βραχυπρόθεσμες γραμμές χρηματοδότησης.
Στην παρούσα συγκυρία το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις καταθέσεις είναι το χαμηλότερο όλων των εποχών, ωστόσο η επενδυτική βαθμίδα θα βελτιώσει αισθητά το κόστος έκδοσης ομολόγων χαμηλής εξασφάλισης τα οποία βάση των νέων οδηγιών (MREL) οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να έχουν στα βιβλία τους.
Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι τι εισροές μπορεί να φέρει στο χρηματιστήριο και πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει την κατάταξη της χώρας μας από αναδυόμενη σε ανεπτυγμένη αγορά.
Παράπλευρη ωφέλεια είναι η υιοθέτηση χαμηλότερου ασφάλιστρου κινδύνου που δίνει μεγαλύτερο «αέρα» ανόδου στις αποτιμήσεις και γενικά στην αξιολόγηση των επενδύσεων.
Διεθνώς το σύνολο των ομολόγων που είναι στη χαμηλή επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ) με στοιχεία τέλους 2019 είναι 7,1 τρισ. δολάρια.
Το σύνολο του χρέους που έχει εκδώσει η ελληνική δημοκρατία και διαπραγματεύεται στις αγορές είναι περίπου 78 δισ. ευρώ (87 δισ. δολάρια). Το ενδιαφέρον από επενδυτικά κεφάλαια που θα τοποθετηθούν θα διατηρήσει στη χειρότερη περίπτωση τα χαμηλά επιτόκια στα οποία διαπραγματεύονται τα ελληνικά ομόλογα.
To πρώτο πάντως ραντεβού με τους οίκους αξιολόγησης τη νέα χρονιά είναι με την Fitch το τρίτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου (21 ή 28 του μήνα), εκεί θα φανούν οι προθέσεις και θα διαβάσουμε αν είμαστε πιο κοντά στον στόχο της επενδυτικής βαθμίδας. Ίδωμεν.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.