Πώς θα απαντήσουν οι «αρκούδες» στο κάλεσμα Fed και EKT
Shutterstock
Shutterstock

Πώς θα απαντήσουν οι «αρκούδες» στο κάλεσμα Fed και EKT

Οι πρώτες κινήσεις των κεντρικών τραπεζών για το 2023 αναμένεται να επιβεβαιώσουν την τάση τους να κρατήσουν σφιχτή την πολιτική τους και να «φοβίζουν» τους επενδυτές. Προς το παρόν πάντως, οι αγορές κάνουν πως δεν ακούν.

Πιστές στο ραντεβού τους, οι κεντρικές τράπεζες ετοιμάζονται να μας ανακοινώσουν τις μεταβολές στα επιτόκια αναφοράς, να μας μεταδώσουν τις εκτιμήσεις για την κατάσταση της οικονομίας και να μας προϊδεάσουν για τις μελλοντικές κινήσεις τους. Για το θέμα των επιτοκίων αναφοράς οι αγορές είναι σχεδόν βέβαιες για το τι θα ακούσουν, τουλάχιστον από τις δύο σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες, την αμερικανική Fed και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) της Ευρωζώνης.

Τα παράγωγα προϊόντα στο χρηματιστήριο του Σικάγου δείχνουν πως οι αγορές δίνουν 99,18% πιθανότητα για μία αύξηση των επιτοκίων αναφοράς από την Fed κατά 0,25%, πράγμα που σημαίνει πως θα ανεβούν πλέον στο επίπεδο του 4,50% με 4,75%. Αντίστοιχο προϊόν δεν υπάρχει για τα επιτόκια αναφοράς της ΕΚΤ αλλά οι επενδυτές και οι αναλυτές είναι βέβαιοι πως η αύξησή τους θα είναι της τάξης του 0,50%, όπως άλλωστε είχε σχεδόν προαναγγείλει η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ και πολλά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας, με το βασικό επιτόκιο να φθάνει στο 3%.

Αυτά όμως μάλλον δεν απασχολούν κανέναν αυτή τη στιγμή. Μόνο αν γίνουμε μάρτυρες μίας μεγάλης έκπληξης θα ασχοληθούμε με το ύψος των αυξήσεων που θα ανακοινωθούν σήμερα από την Fed και αύριο από την ΕΚΤ. 

Η προσοχή των επενδυτών, των οικονομολόγων και πιθανότατα των πολιτικών ηγετών των ΗΠΑ και των χωρών της Ε.Ε. θα είναι στραμμένη στο κείμενο των επίσημων ανακοινώσεων, στις διαφορές του από τις προηγούμενες παρόμοιες ανακοινώσεις και φυσικά στις δηλώσεις του Τζέι Πάουελ σήμερα το βράδυ και τις αντίστοιχες της Κριστίν Λαγκάρντ αύριο το απόγευμα, όπως και στις απαντήσεις που θα δώσουν στις απαντήσεις των δημοσιογράφων.

Από τις δηλώσεις των επικεφαλής της Fed και της ΕΚΤ, όπως και από τις συνεντεύξεις και τις ομιλίες των υπολοίπων αξιωματούχων των δύο τραπεζών είναι προφανές πως προσπαθούν να περιορίσουν τις ανοδικές διαθέσεις των αγορών, επισημαίνοντας τους πληθωριστικούς κινδύνους που ακόμα απειλούν την οικονομία και την πολλή δουλειά που απομένει μέχρι την τιθάσευσή του.

Όπως είναι φανερό όμως από την συμπεριφορά των επενδυτών, οι προειδοποιήσεις αυτές δεν συγκινούν πολύ τις αγορές, οι οποίες θεωρούν όλο και πιο πιθανό το σενάριο της ομαλής προσγείωσης της οικονομίας. Το περίφημο soft landing, όπως αποκαλούν αυτό το σενάριο οι Αγγλοσάξωνες, είναι ο συνδυασμός της σημαντικής υποχώρησης του πληθωρισμού με την αποφυγή του κινδύνου της διολίσθησης της οικονομίας σε κατάσταση ύφεσης (δηλαδή συρρίκνωσης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος). Η αλήθεια είναι πως αρκετά οικονομικά στατιστικά στοιχεία που ανακοινώνονται αυτό το διάστημα δίνουν στους επενδυτές περισσότερες ελπίδες για το soft landing. 

Χθες ας πούμε είχαμε την ανακοίνωση στις ΗΠΑ των στοιχείων για την εξέλιξη των αμοιβών των εργαζομένων στο τέταρτο τρίμηνο του 2022. Αυτή ανήλθε στο 1%, λίγο πιο κάτω από το 1,1% που περίμεναν οι αναλυτές και λιγότερο από το 1,2% του τρίτου τριμήνου του 2022. Μαζί με κάποια άλλα στοιχεία σχετικά με τις αμοιβές των εργαζομένων, αυτό έδωσε στην αγορά την ευκαιρία να θεωρήσει πως ο ρυθμός αύξησης του εργατικού κόστους αρχίζει να επιστρέφει προς ένα επίπεδο συμβατό με αυτό που θα ήθελε να δει η Fed για να χαλαρώσει και να φοβάται λιγότερο τον πληθωρισμό.

Το επίπεδο αυτό είναι κοντά στο 3,5% σε ετήσια βάση και είναι αρκετά πιο χαμηλό από το 5,1% που είναι ο τωρινός ρυθμός ετήσιας αύξησης. Οι αγορές όμως πάντα προσπαθούν να προεξοφλήσουν τα μελλούμενα και αυτή την στιγμή έχουν θετική διάθεση. Οι τίτλοι του διεθνούς οικονομικού Τύπου αποδίδουν πολύ εύστοχα το κλίμα που επικράτησε στην χθεσινή συνεδρίαση. Το Barron’s ας πούμε είχε ως τίτλο του σχετικού άρθρου του τον εξής: «ο ρυθμός αύξησης των μισθών μειώνεται, δίνοντας ώθηση στις ελπίδες για ένα οικονομικό soft landing». 

Από την δική μας μεριά του Ατλαντικού η καλή διάθεση των επενδυτών οφείλεται στη γενική εκτίμηση πως η, μέχρι πρότινος υπερβέβαιη, διολίσθηση της οικονομίας της Ε.Ε. σε βαθιά οικονομική ύφεση μάλλον δεν πρόκειται να επιβεβαιωθεί. Η χθεσινή ανακοίνωση των αρμόδιων υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οποία η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη ήταν +0,1% για το τέταρτο τρίμηνο του 2022.

Αυτό λογικά σημαίνει πως ακόμα και αν η ύφεση έρθει τελικά δεν θα κρατήσει πολύ και θα είναι πολύ ήπια. Εδώ βέβαια κάποιος θα μπορούσε να πει πως η μείωση των φόβων για ύφεση λύνει τα χέρια των γερακιών της ΕΚΤ που θέλουν να δουν τα επιτόκια αναφοράς να φθάνουν σύντομα στο 3,5%. Οι αγορές προφανώς προτιμούν την επικράτηση των πιο συγκρατημένων απόψεων μέσα στο συμβούλιο της ΕΚΤ και την υιοθέτηση μίας πολιτικής του τύπου «πρώτα βλέπουμε και μετά κάνουμε» από εδώ και πέρα, όσον αφορά στην αύξηση των επιτοκίων. 

Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, δεν είναι λογικό να περιμένουμε ριζική αλλαγή της ρητορικής των κεντρικών τραπεζών στις επικείμενες ανακοινώσεις. Είναι πολύ πιθανόν να δούμε αναφορές σε ορισμένα ελπιδοφόρα μηνύματα από το μέτωπο της μάχης κατά του πληθωρισμού αλλά αυτές λογικά θα συνοδεύονται από αυστηρά μηνύματα σχετικά με το πρόωρο οποιονδήποτε πανηγυρισμών. Αυτό μπορεί να μην αρέσει στους πιο πολλούς επενδυτές αλλά είναι αλήθεια πως δεν αποτελεί άποψη μόνο των κεντρικών τραπεζών.

Σε σημερινά σχόλια αρθρογράφου του Reuters με αφορμή τις προβλέψεις των στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την παγκόσμια ανάπτυξη και τον παγκόσμιο πληθωρισμό επισημαίνεται πως ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρήσει λόγω της σημαντικής πτώσης των τιμών των καυσίμων και της μείωσης της ζήτησης των καταναλωτών αλλά θα αργήσει πολύ να επιστρέψει στο επιθυμητό από τις κεντρικές τράπεζες επίπεδο του 2%.

Κατά τον αρθρογράφο αυτό σημαίνει πως η μείωση των επιτοκίων από τα επίπεδα στα οποία θα φθάσουν κάποια στιγμή μέσα στο 2023 δεν θα γίνει τόσο γρήγορα όσο υποθέτουν ή ελπίζουν οι αγορές αυτή την στιγμή. Εδώ που τα λέμε, αυτό είναι και το μήνυμα που στέλνουν συνεχώς ο Τζέι Πάουελ και η Κριστίν Λαγκάρντ. Οι αγορές όμως πιστεύουν, ή θέλουν να πιστεύουν, πως οι κεντρικοί τραπεζίτες θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να είναι λιγότερο επιθετικοί στον τομέα της αύξησης των επιτοκίων και «ποντάρουν» πως η μείωσή τους θα ξεκινήσει μέσα στο 2023.

Αναλυτές όπως ο Mike Wilson της Morgan Stanley εκτιμούν πως οι αγορές κάνουν μεγάλο λάθος που δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τις προθέσεις των κεντρικών τραπεζών και θυμίζει το παραδοσιακό ρητό της Wall Street «don’t fight the Fed» (σε ελεύθερη μετάφραση, μην πας κόντρα στην κεντρική τράπεζα). 

Δεν έχει μεγάλο νόημα να πούμε ποιος έχει δίκιο αυτή τη στιγμή. Είναι προφανές πως οι κεντρικές τράπεζες θα ήθελαν να δουν τις αρκούδες να επανεμφανίζονται στις χρηματιστηριακές αγορές οδηγώντας τις χαμηλότερα, καθώς φοβούνται πως ένα κλίμα ευφορίας μπορεί τελικά να υπονομεύσει τις προσπάθειες καταπολέμησης του πληθωρισμού.

Όμως, το αν οι αρκούδες τελικά θα ξυπνήσουν και θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Πάουελ και των συναδέλφων του δεν θα εξαρτηθεί από το πόσο δυνατή είναι η φωνή τους αλλά, όπως πάντα άλλωστε, από τα οικονομικά στοιχεία που θα δούμε μπροστά μας το επόμενο διάστημα. Στοιχεία για την κατάσταση στην αγορά εργασίας, στοιχεία για την εξέλιξη του πληθωρισμού, όπως βέβαια και η εξέλιξη στις τιμές των καυσίμων, των πρώτων υλών και των αγροτικών προϊόντων στα διεθνή χρηματιστήρια. Αν αρχίσει πάλι να ακούγεται το ουρλιαχτό των αρκούδων αυτό θα οφείλεται σε απλά μαθηματικά και όχι στα λόγια των κεντρικών τραπεζιτών. Ούτε στις εκτιμήσεις των αναλυτών και τους ευσεβείς πόθους των επενδυτών.