Σε όλες τις περιόδους ύφεσης από το 1945 μέχρι την πανδημία, ο δείκτης αναφοράς για τα παγκόσμια χρηματιστήρια S&P 500, έχει σημειώσει κατά μέσο όρο κέρδη 1%, ωστόσο στις τέσσερις τελευταίες, μετά το 1990, έχει καταγράψει κατά μέσο όρο απώλειες 8,8%. Αναλυτές αποδίδουν την απροσδόκητη τάση της έστω οριακής ανοδικής πορείας στο γεγονός ότι συνήθως οι αγορές φτάνουν στα χαμηλά τους πριν τελειώσει η ύφεση καθώς προεξοφλούν την ανάκαμψη. Συγκεκριμένα, ο S&P 500 καταγράφει χαμηλό 4-5 μήνες πριν το τέλος της ύφεσης.
Ένα επίσης πολύ ενδιαφέρον στοιχείο για τους επενδυτές είναι αυτό που επισημαίνει η Schroders, σε προχθεσινή της ανάλυση: σε καμία περίπτωση δεν έφτασαν στο χαμηλότερο σημείο τους οι αγορές πριν ξεκινήσει η ύφεση. Αυτό σημαίνει ότι οι αγορές κατά πάσα πιθανότητα δεν έχουν δει τα χαμηλά τους, αν και η ύφεση που διαφαίνεται στον ορίζοντα θα είναι διαφορετική από προηγούμενες.
Όλα αυτά έχουν νόημα γιατί το κλίμα στις αγορές βελτιώθηκε σημαντικά τον Νοέμβριο, στον απόηχο των καλύτερων των προσδοκιών στοιχείων για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Πλέον, οι επενδυτές ποντάρουν ότι η Fed θα πατήσει φρένο στον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων. Όμως, όπως τονίζει η Schroders, είναι πολύ πρόωροι οι όποιοι πανηγυρισμοί των αγορών, δεδομένου ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι αναλυτές αναμένουν ύφεση στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του 2023.
Ο ίδιος επενδυτικός οίκος προβλέπει ότι η αμερικανική οικονομία θα πέσει σε ύφεση στο α’ τρίμηνο του 2023 και ότι το αμερικανικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί το 2023 κατά 1%, ενώ τα εταιρικά κέρδη των αμερικανικών επιχειρήσεων θα μειωθούν κατά 14%. Επομένως, οι επενδυτές θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί καθώς στον ορίζοντα υπάρχει ύφεση και πτώση των εταιρικών κερδών. Σύμφωνα με τη Schroders, θα πρέπει να περιμένουν να ξεκινήσει η ύφεση και στη συνέχεια να προσπαθήσουν να εντοπίσουν τα χαμηλά των αγορών.
Μόνο σε δύο περιπτώσεις οι αμερικανικές μετοχές έφτασαν σε χαμηλό μετά το τέλος της ύφεσης. Ήταν σε σχετικά βραχύβιες υφέσεις που προκλήθηκαν από μεγάλα γεγονότα όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η φούσκα των dotcom.
Κατά μέσο όρο, το αμερικανικό χρηματιστήριο χρειάζεται 5-8 μήνες για να φτάσει στο χαμηλότερο σημείο κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης και συνήθως αυτό το σημείο είναι 5 μήνες πριν το τέλος της ύφεσης. Αν η ύφεση είναι πιο σφοδρή και μεγαλύτερη σε διάρκεια, ο S&P 500 θέλει ακόμη περισσότερο χρόνο για να φτάσει σε χαμηλά.
Στην ύφεση της πανδημίας, η Wall Street έπιασε χαμηλό λιγότερο από ένα μήνα μετά την αρχή της ύφεσης, που ήταν η μικρότερης διάρκειας ύφεση στα χρονικά. Οι αγορές τότε, έβλεπαν πέρα από την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας και τα lockdown και περίμεναν την ανάκαμψη. Αντιθέτως, στη Μεγάλη Ύφεση, που ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια του 20ου αιώνα, ο S&P 500 χρειάστηκε περίπου 3 χρόνια να φτάσει στον πυθμένα. Το συγκεκριμένο επεισόδιο ήταν το χειρότερο σε επίπεδο επιδόσεων, καθώς η αγορά υποχώρησε πάνω από 80% εκείνη την περίοδο.
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδηγούν σε πτώση τις αγορές κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης είναι η μεγάλη πτώση των εταιρικών κερδών. Ιστορικά, τα κέρδη ανά μετοχή συρρικνώνονται στις περισσότερες υφέσεις καθώς οι πωλήσεις των εταιρειών πλήττονται από την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Παρά όμως τις υψηλές πιθανότητες ύφεσης το 2023, οι αναλυτές αναμένουν τα κέρδη ανά μετοχή να κινηθούν με θετικό ρυθμό της τάξης του 4,9%. Όπως εκτιμά η Schroders, ενδεχομένως οι αναλυτές να πιστεύουν ότι οι επιχειρήσεις θα καταφέρουν να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους μειώνοντας δαπάνες, όπως οι θέσεις εργασίας. «Ενώ τα εταιρικά κέρδη είναι σημαντικά ως δείκτης, οι επενδυτές δεν πρέπει να περιμένουν τον πυθμένα των κερδών για να επιστρέψουν στις αγορές», καταλήγει ο οίκος.