Συχνά διαβάζουμε ότι τις χρηματιστηριακές αγορές τις οδηγούν οι μακροοικονομικές ειδήσεις, τα επιχειρηματικά νέα και οι γνωστοποιήσεις των θεμελιωδών στοιχείων των διαφόρων επενδυτικών προϊόντων και εργαλείων. Αυτό σημαίνει, ότι οι αγορές χαρακτηρίζονται ως “news driven”. Είναι όμως έτσι; Αρκούν οι ειδήσεις και τα νέα, για να κινήσουν τα χρηματιστήρια και τις αγορές; Αρκεί η μεταβολή της ψυχολογίας από μόνη της, για να δώσει τάση;
Αρκετές αμφιβολίες περί τούτου, εγείρονται το τελευταίο χρονικό διάστημα, τόσο στις αγορές του εξωτερικού, όσο και στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Οι αγορές στο εξωτερικό, ακολουθούν τον δικό τους ανοδικό δρόμο, ανεξάρτητα από τα υγειονομικά δεδομένα, τις μακροοικονομικές εξελίξεις, την αποδιοργάνωση της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας και την αναστάτωση που παρατηρείται στην προμήθεια πρώτων υλών.
Αντίθετα, στην Ελλάδα το Χρηματιστήριο Αθηνών δείχνει να έχει «μουλαρώσει» απέναντι στις θετικές οικονομικές ειδήσεις από την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, τις αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, την υπερκάλυψη όλων των ομολογιακών εκδόσεων δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, τις υπερκαλύψεις των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου μιας σειράς εταιρειών, τα έργα που δημοπρατούνται, τις εμπορικές και επιχειρηματικές συμφωνίες που κλείνονται, τις εξαγορές εταιρειών που πραγματοποιούνται από Private Equity Funds, την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων και γενικότερα από όλα όσα γίνονται στην πραγματική οικονομία.
Το Χρηματιστήριο δείχνει να παρακολουθεί εντελώς αποστασιοποιημένο τη συνεχή ροή θετικών γεγονότων που συμβαίνουν στη «μεγάλη εικόνα», όπως συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε, την πραγματική οικονομία. Όχι, πως δεν υπάρχουν σημαντικά νέα και στη «μικρότερη εικόνα» των εισηγμένων εταιρειών. Ωστόσο, η μεγάλη εικόνα είναι αυτή που δημιουργεί τάση.
Τι είναι λοιπόν αυτό που κρατάει τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών σχεδόν στάσιμο, γύρω από το επίπεδο των 900 μονάδων; Είναι η απουσία κεφαλαίων. Η απουσία νέου χρήματος. Διότι οι αγορές είναι πρωτίστως “money driven”, δηλαδή οδηγούνται από τις εισροές ή εκροές χρήματος. Και δυστυχώς στο χρηματιστήριο, δεν εμφανίζονται ισχυρές εισροές, που θα μπορούσαν να προσδώσουν μια νέα δυναμική στην αγορά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το υπόλοιπο των καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών μέχρι τον Ιούλιο του 2021 είχε διαμορφωθεί στα 172 δισ. ευρώ, έναντι 142 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος του Φεβρουαρίου του 2020, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία. Πρόκειται για μια αύξηση περίπου της τάξης των 30 δισ. ευρώ, ή 20,7%.
Πιο συγκεκριμένα, οι καταθέσεις των νοικοκυριών τον περασμένο Ιούλιο σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2020 αυξήθηκαν κατά 15 δισ. ευρώ ή κατά 13% και το υπόλοιπό τους διαμορφώθηκε στα 131 δισ. ευρώ, από 116 δισ. ευρώ, πριν από την πανδημία. Η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών οφείλεται τόσο στη δραστική μείωση της κατανάλωσης από το lockdown, όσο και στην ανασφάλεια απέναντι στις εξελίξεις, που οδήγησαν τα νοικοκυριά στην επιλογή της αμυντικής και συντηρητικής αποταμίευσης.
Οι καταθέσεις και οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα νέα καύσιμα για την άνοδο του Χρηματιστηρίου. Με αυτόν τον τρόπο, κατά πρώτον, οι εισηγμένες εταιρείες θα βρουν τα κεφάλαια που χρειάζονται και κατά δεύτερον, τα νοικοκυριά θα συμμετάσχουν στις υπεραξίες και τα κέρδη που θα προκύψουν από την ανάπτυξη της χώρας και των επιχειρήσεων. Με δεδομένο ότι η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών βρίσκεται στα 56 δισ. ευρώ και η μέση μηνιαία αξία συναλλαγών βρίσκεται γύρω στο 1,2 δισ. ευρώ, όλοι αντιλαμβάνονται τι θα συμβεί, αν έστω και το 10% των καταθέσεων στραφεί προς την αγορά μετοχών.
Βέβαια, άλλο είναι το προφίλ του αποταμιευτή κι άλλο αυτό του επενδυτή. Όμως αν δοθεί η ευκαιρία στον αποταμιευτή / επενδυτή να αγοράσει ένα προϊόν που θα περιέχει τις πέντε ή δέκα μετοχές από τις υγιέστερες εταιρείες του Χρηματιστηρίου, γιατί να πει όχι; Ειδικά αν το προϊόν, εμπεριέχει και μια αντιστάθμιση κινδύνου. Διότι, τι φοβάται ο αποταμιευτής; Να μην χάσει τα χρήματα του.
Τι θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι αυτό το προϊόν;
Ο συνδυασμός της αγοράς ενός μπουκέτου μετοχών, όπως της ΔΕΗ, της Cosmote, της ΓΕΚ, της Μytilineos και της Βιοχάλκο, με την αγορά ενός παραγώγου πάνω στον Δείκτη FTSE. Το μπουκέτο των μετοχών θα δώσει κέρδη από την άνοδο, ενώ το παράγωγο θα προστατεύσει από την πτώση.
Και γιατί θα προστατεύσει από την πτώση; Διότι θα είναι ένα παράγωγο που θα ποντάρει ακριβώς πάνω στην πτώση. Θα κερδίζει όταν πέφτει το χρηματιστήριο. Οπότε σε περίπτωση υποχώρησης των τιμών, ο αποταμιευτής θα χάνει από την πτώση των μετοχών, αλλά θα κερδίζει από την άνοδο της τιμής του παραγώγου. Σαν αποτέλεσμα, τα κέρδη από το παράγωγο θα «ισοφαρίζουν» τις ζημιές από τις μετοχές.
Ένα τέτοιου είδους «κλειδωμένο προϊόν» με αυστηρές προδιαγραφές και εξαντλητικές επεξηγήσεις για τον αποταμιευτή θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει το έναυσμα για το πέρασμα των αποταμιεύσεων που έχουν μηδενικές αποδόσεις, στο χρηματιστήριο.
Φυσικά, θα πρέπει να προηγηθούν σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στη θεσμοθέτηση τέτοιου είδους εναλλακτικών επενδυτικών προϊόντων, αλλά και στο θέμα της μόχλευσης των παραγώγων, του ικανοποιητικού βάθους της αγοράς των παραγώγων και της διοχέτευσης ρευστότητας στο σύστημα. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά της ΕΧΑΕ και των χρηματιστηριακών και επενδυτικών εταιρειών. Να δημιουργούν επενδυτικά προϊόντα και εργαλεία για τους πελάτες τους.