Παρά την άμεση επέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης σε συντονισμό με την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ όσον αφορά την εγγύηση των καταθέσεων της SVB στο σύνολο τους, τη συμφωνία στήριξης της First Republic Bank ύψους 30 δις δολάριων από έντεκα τράπεζες και τη χρηματοδοτική γραμμή ύψους 50 δις ελβετικών φράγκων στήριξης για τη Credit Suisse από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας μαζί με την ρυθμιστική αρχή των τραπεζών της χώρας, η επενδυτική ψυχολογία παραμένει αρκετά επιβαρυμένη.
Το γεγονός και μόνο ότι ο τραπεζικός κλάδος σε παγκόσμιο επίπεδο δεν μπόρεσε να επανακτήσει έστω ένα ικανοποιητικό μέρος των απωλειών των τελευταίων εννέα ημερών, αναδεικνύει ακριβώς ότι η τρέχουσα κρίση που ξεκίνησε από τις περιφερειακές αμερικανικές τράπεζες και οξύνθηκε από την επαναφορά των χρόνιων πια προβληματισμών για την πραγματική εικόνα της Credit Suisse, παραμένει εν εξελίξει.
Κάθε κύκλος σύσφιξης εκθέτει την αχίλλειο πτέρνα της οικονομίας, καθώς κατεβαίνουν τα νερά της πλημμυρίδας ρευστότητας με αποτέλεσμα οι αδυναμίες των ισολογισμών των αδύναμων κρίκων του συστήματος να αποκαλύπτονται σε όλο τους μεγαλείο.
Αυτός ο κύκλος σύσφιξης δεν αποκάλυψε ούτε «κακά» δάνεια, ούτε υπερβολικά επικίνδυνες επενδύσεις όπως είχε συμβεί το 2007 όταν η Νew Century Financial, η οποία ειδικευόταν στα subprime στεγαστικά,κήρυξε πτώχευση και λίγους μήνες αργότερα, το 2008 η εμπλοκή των hedge funds της Bearn Sterns στην αγορά των ριψοκίνδυνων ενυπόθηκων δανείων οδήγησε την τράπεζα στο να καταστεί ένα από τα πρώτα θύματα της κρίσης της στεγαστικής πίστης, η οποία εν συνεχεία προκάλεσε την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση.
Όλα όσα συνειδητοποίησαν οι αγορές μέσα σε 9 ημέρες
Ο τρέχων κύκλος σύσφιξης μας αποκάλυψε όμως ότι το οικοσύστημα της ανάπτυξης των τελευταίων 15 ετών με πρωταγωνιστές τις εταιρείες τεχνολογίας, τις startups -που πολλές φορές εμφανίζουν κέρδη μετά από πολλά χρόνια – τα Venture Capital Funds, τις εταιρείες που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την αγορά των κρυπτονομισμάτων και φυσικά τις τράπεζες που δανείζουν όλες αυτές τις οντότητες, πρέπει να προσαρμοστεί σε μια εποχή κατά την οποία το εύκολο και φθηνό χρήμα έλαβε τέλος.
Εν ολίγοις, το οικοσύστημα αυτό πρέπει να προσαρμοστεί σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων, η οποία μάλιστα αναμένεται να έχει διάρκεια.
Την ίδια στιγμή ο τρέχων κύκλος μας υπενθύμισε ότι οι τράπεζες έχουν δύο πηγές κινδύνου. Η πρώτη πηγάζει από το παθητικό της, με τη φυγή καταθέσεων ή την κατάρρευση της εμπιστοσύνης του αντισυμβαλλομένου να αποτελούν τους «συνήθεις ύποπτους».
Η δεύτερη πηγάζει από την πλευρά του ενεργητικού και συνήθως αφορά είτε την αύξηση των ποσοστών αθέτησης δανείων –συνήθως σε περιόδους ύφεσης ή αύξησης των επιτοκίων ή συνδυασμό των δύο παραπάνω- είτε τη σοβαρή υποχώρηση των τιμών των assets του επενδυτικού της χαρτοφυλακίου.
Αμφότερα πολλές φορές είναι αλληλένδετα, όπως συνέβει τελικά στην περίπτωση της Silicon Valley Bank, όπου η κρίση ρευστότητας οδήγησε στην κρίση φερεγγυότητας και το αντίστροφο.
Αυτό δεν έγινε φυσικά από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι καταθέσεις στη Silicon Valley Bank πολλαπλασιάστηκαν τη χρυσή εποχή των μηδενικών επιτοκίων και της γενναίας χρηματοδότησης των startups. Μάλιστα τριπλασιάστηκαν μέσα σε δύο χρόνια, στα 181 δισ. δολάρια στα τέλη του 2021 από 61 δισ. δολάρια στα τέλη του 2019.
Η Silicon Valley Bank δεν μπορούσε να δανείσει αυτές τις καταθέσεις με γρήγορο ρυθμό, οπότε άρχισε να αναζητά εναλλακτικές για την επένδυση αυτών των χρημάτων. Τοποθέτησε το 56% του ενεργητικού της λοιπόν σε τίτλους σταθερού επιτοκίου, ένα ποσοστό πολύ υψηλότερο από το σύνηθες.
Υπόψιν ότι οι τράπεζες επιτρέπεται να διατηρούν τα ομόλογα του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου σε έναν από τους εξής δύο λογαριασμούς.
Είτε στον λογαριασμό «Διαθέσιμα προς πώληση» όπου τα assets αποτιμώνται στις τρέχουσες τιμές, είτε στον λογαριασμό « Διακρατούμενων έως τη λήξη» όπου αποτιμώνται στο κόστος και δεν απαιτείται να αναγνωρίζουν αμέσως ζημίες από το mark-to-market εάν τα ομόλογα χάσουν την αξία τους.
Δεν θέλει και πολύ φαντασία για να σκεφτεί κανείς σε ποιο λογαριασμό ήταν ένα σημαντικό ποσοστό των ομολόγων της SVB.
Το 2022 όμως άρχισαν να ανεβαίνουν τα επιτόκια και η πλημμυρίδα ρευστότητας άρχισε να κατεβαίνει, όπως και οι τιμές των ομολόγων.
Δεδομένου ότι ένα ασυνήθιστα μεγάλο ποσοστό περιουσιακών στοιχείων διατηρούνταν σε τίτλους σταθερού εισοδήματος -με την τιμή τους να υποχωρεί -και όχι σε δάνεια, η Moody's υποβάθμισε τη Silicon Valley Bank.
Η αγορά άρχισε να ανησυχεί και πολλές εταιρείες απέσυραν χρήματα ήδη από το 2022, είτε λόγω αναγκών ρευστότητας, είτε γιατί υπήρχε ανασφάλεια.
Λόγω των σημαντικών εκροών καταθέσεων που έπρεπε να καλυφθούν λοιπόν, η SVB άρχισε να μεταφέρει ομόλογα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών της, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να τα αποτιμήσει mark to market, πραγματοποιώντας έτσι σοβαρές ζημιές. Οι ζημιές αυτές εν τέλει την κατέστησαν αφερέγγυα. Τόσο απλά.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αφετηρία της νέας κρίσης είναι η υποτίμηση από ένα σημαντικό μέρος της αγοράς του μεγέθους και της διάρκειας της αύξησης των επιτοκίων; Προφανώς.
Η υποτίμηση αυτή δημιούργησε κακή διαχείριση και η κακή διαχείριση προκάλεσε σαθρά σημεία στον ισολογισμό τα οποία με την παραμικρή πίεση είναι έτοιμα να υποχωρήσουν.
Αυτή η συνειδητοποίηση δημιουργεί στη χειρότερη περίπτωση πανικό και στην καλύτερη καχυποψία για τους εν δυνάμει αδύναμους κρίκους όλου του χρηματοπιστωτικού χώρου. Και κάπως έτσι φτάνουμε στην περίπτωση της Credit Suisse.
Credit Suisse: Mια αρκετά παλιά ιστορία
Η Credit Suisse βρέθηκε στο επίκεντρο αυτή την εβδομάδα εξαιτίας των ενστάσεων που διατυπώθηκαν από την Aμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για το περιεχόμενο της ετήσιας οικονομικής κατάστασης.
Όμως είναι μια ιστορία που ξεκίνησε πριν αρκετό καιρό.
Η τράπεζα το 2021 δέχθηκε ένα μεγάλο πλήγμα πάνω από 5,5 δις ως prime broker του Archegos Hedge Fund. Πολλοί θα θυμούνται τις κατηγορίες για ελλειπή εσωτερικό έλεγχο της τράπεζας, που στην ουσία δεν απέτρεψε τα σκάνδαλα για ξέπλυμα χρήματος στη Βουλγαρία, την εμπλοκή σε υπόθεση διαφθοράς στην Μοζαμβίκη αλλά και τη διαρροή δεδομένων πελατών στα ΜΜΕ.
Αυτά τα σκάνδαλα μπορεί να έφυγαν από τους πρώτους τίτλους της δημοσιότητας, όμως αποτυπώθηκαν και με το παραπάνω στον ισολογισμό της τράπεζας με εκροές καταθέσεων και σοβαρή απώλεια πελατείας.
Το 2022 μάλιστα, η Credit Suisse αντιμετώπισε το μεγαλύτερο κύμα εκροών καταθέσεων των τελευταίων 10ετων.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, στην ουσία η τράπεζα ποτέ δεν ανέκαμψε από αυτά τα σκάνδαλα, εμφανίζοντας σταθερές εκροές καταθέσεων και κεφαλαίων και εμφανή αδυναμία να καταρτίσει ένα αξιόπιστο πλάνο ανάκαμψης, το οποίο θα της επέτρεπε να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των πελατών της.
Η ανασφάλεια που προέκυψε από την κρίση που ξέσπασε στις περιφερειακές αμερικανικές τράπεζες, με την First Republic Bank να παίρνει από ότι φαίνεται τη σκυτάλη και παρά τα άμεσα αντανακλαστικά των εποπτικών αρχών των ΗΠΑ, έχει κάνει εξαιρετικά νευρικούς τους επενδυτές και τους καταθέτες ανά τον κόσμο.
Νευρικοί είναι και οι δανειολήπτες δεδομένου ότι τα επιτόκια μέσα σε έναν χρόνο έχουν ανέβει απότομα και το τερματικό επιτόκιο αναζητείται ακόμα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ανατιμολόγησης κινδύνου, το οποίο κάποιες ημέρες αποκτά τα χαρακτηριστικά πανικόβλητων αντιδράσεων, η επόμενη μέρα θα αφήσει έντονα σημάδια στην Credit Suisse, με πολύ πιθανό σενάριο τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της.
Η έστω κατά 24 ώρες καθυστερημένη αντίδραση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας και της Finma, αλλά και οι ανακοινώσεις της τράπεζας όσον αφορά την επαναγορά χρέους ύψους 3 δις ελβετικών φράγκων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση ώστε να τονωθεί το αίσθημα εμπιστοσύνης .
Δεν παύει όμως το όλο εγχείρημα στο τρέχων περιβάλλον να είναι εξαιρετικά δύσκολο και το διακύβευμα ξεπερνάει την Credit Suisse και φθάνει ακόμα και μέχρι τη φήμη του ελβετικού τραπεζικού συστήματος.
Το σωσίβιο των 50 δις ελβετικών φράγκων που εξασφάλισε η Credit Suisse την Πέμπτη -αν και σύμφωνα με τις δηλώσεις της τράπεζας είχε επαρκή ρευστότητα- την ενισχύει δίνοντας της την ευκαιρία να παλέψει για την ανάκαμψή της.
Το ερώτημα είναι αν οι πελάτες της τράπεζας θα έχουν την ψυχραιμία να περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί αυτή η προσπάθεια.
Βλέπετε, στο τέλος της ημέρας, το απόλυτο ζητούμενο από όλους και για όλους είναι η τραπεζική πίστη.Αυτή είναι το Α και το Ω του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος.
Γιατί τα πράγματα είναι καλύτερα από την κρίση του 2007-2008
Η κρίση του 2008 - στην ουσία είχε ξεκινήσει ήδη έναν χρόνο πριν – είχε διαφορετικές ρίζες όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, αλλά πάνω από όλα είχε πολύ διαφορετική αντιμετώπιση από τους εποπτικούς και ρυθμιστικούς φορείς.
O 74ος Υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, o H. Paulson χρειάστηκε έναν χρόνο για να μπορέσει να προωθήσει το Emergency Economic Stabilization Act τον Οκτώβριο του 2008, καθώς είχε «σκαλώσει» στις ιδέες του τότε προέδρου των ΗΠΑ, G. Bush περί αυτορρύθμισης των αγορών. (σ.σ:Περιμένοντας βέβαια την αυτορύθμιση των αγορών στην κυριολεξία «διαλύθηκε» η αγορά).
Το μάθημα του 2007-2008 φαίνεται ότι το έχουν εμπεδώσει καταρχήν οι ΗΠΑ.
Η παρούσα κρίση είναι η λαμπρή απόδειξη. Στην κρίση των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ υπήρξε απόλυτος συντονισμός αλλά και σύμπνοια απόψεων και δράσεων μεταξύ του Προέδρου Biden, της υπουργού Οικονομικών, Janet Yellen και του Προέδρου της Fed, Jerome Powell, με αποτέλεσμα να εγγυηθούν άμεσα το σύνολο των καταθέσεων μην αφήνοντας τον πανικό της προηγούμενης Πέμπτης να μετατραπεί σε ένα ανεξέλεγκτο bank run.
Αλλά και αυτή την εβδομάδα που οι προβολείς στράφηκαν στα προβλήματα ρευστότητας της First Republic Bank, η αντίδραση των αμερικανικών αρχών ήταν άμεση.
Μετά από σειρά διαβουλεύσεων ανάμεσα στον Powell, τη Yellen και τον Jamie Demon, CEO της JP Morgan, τα διευθυντικά στελέχη έντεκα τραπεζών συμφώνησαν να ενισχύσουν τη ρευστότητα της τράπεζας, διαθέτοντας συνολικά 30 δις δολάρια καταθέσεις και με τη δέσμευση να αφήσουν τα χρήματα αυτά στην First Republic Bank για τουλάχιστον 120 μέρες.
Αν και οι επενδυτές δεν καθησυχάστηκαν, όπως έδειξε άλλωστε και η πτώση της μετοχής της τράπεζας την Παρασκευή, συμπαρασύροντας μάλιστα τις μετοχές των τραπεζών που της παρέχουν ρευστότητα, εντούτοις δεν παύει ο συντονισμός των αρχών και των έντεκα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να αποτελεί έμπρακτη δήλωση εμπιστοσύνης στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα.
Τα μαθήματα από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 -2008 φαίνεται να τα έχουν εμπεδώσει η Ευρώπη και οι ελβετικές αρχές, αν και για τις τελευταίες θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι άφησαν την υπόθεση της Credit Suisse σε εκρεμμότητα τόσα χρόνια. Παρά ταύτα, μπροστά στην όξυνση των προβληματισμών της επενδυτικής κοινότητας, οι ελβετικές αρχές έριξαν έγκαιρα το απαραίτητο σωσίβιο.
Aν και είναι νωρίς να απαντήσουμε στην ερώτηση για το αν θα σωθεί τελικά ο «ναυαγός» με το σωσίβιο της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας ή αν τελικά θα διερευνηθούν τα σενάρια εξαγοράς από μια άλλη τράπεζα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι ρυθμιστικές αρχές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι αποφασισμένες να επέμβουν όσο χρειαστεί και για όσο χρειαστεί, προκειμένου να μην κλονιστεί η τραπεζική πίστη και να αποφύγουμε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Στο ερώτημα τώρα για τις συνέπειες που θα έχουν όλα αυτά στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, η απάντηση εξαρτάται από την έκταση των διασυνδέσεων της Credit Suisse με τις συστημικές τράπεζες της ΕΕ και την έκθεση τους στα προϊόντα της ελβετικής τράπεζας.
Σε περίπτωση που οι διασυνδέσεις αυτές δημιουργούν «μετρήσιμα» προβλήματα, όλα θα εξαρτηθούν από την ταχύτητα και την ποιότητα της δράσης της ΕΚΤ.
Σε κάθε περίπτωση, όπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο τη Δευτέρα, ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός χάρη στο αυστηρότερο εποπτικό πλαίσιο σε σχέση με εκείνο των ΗΠΑ, με ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, ενώ η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη εδώ και χρόνια προκειμένου να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.