Στο χθεσινό μας άρθρο αναλύσαμε τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι αμερικανικές μετοχές υπεραποδίδουν των ευρωπαϊκών. (σ.σ Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
Το 2023 θα αποδειχθεί άλλη μια χρονιά που οι αμερικανικές αγορές θα προσθέσουν στο μακροχρόνιο προβάδισμα τους;
Βλέπετε, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 43 ετών υπερέχουν σε απόδοση των ευρωπαϊκών κατά 24 έτη έναντι 19 ετών που υπεραποδίδουν οι ευρωπαϊκές μετοχές.
Όπως φαίνεται στον παρακάτω συγκεντρωτικό πίνακα, το 2022, 2017, 2012, 2009, η περίοδος 2002-2007, 2000, 1998, 1990,1993,1994,1996, 1985-1987, είναι οι χρονιές που υπεραπόδωσαν οι ευρωπαϊκές έναντι των αμερικανικών αγορών από το 1980 εως σήμερα.
Σύμφωνα με τη Sharon Bell, υπεύθυνη στην ομάδα European Portfolio Strategy της GS, το χάσμα αποτίμησης μεταξύ αμερικανικών και ευρωπαϊκών μετοχών έχει γίνει πολύ μεγάλο και νομοτελειακά θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου.
Αν και όπως εξηγήσαμε εδώ οι παράγοντες της διαφοροποίησης μεταξύ των δύο αγορών είναι καλά εδραιωμένοι, εντούτοις το χάσμα της αποτίμησης θα μπορούσε τουλάχιστον να μειωθεί λόγω της μετατόπισης του επενδυτικού κλίματος εξαιτίας:
- των κινδύνων της αγοράς,
- των υψηλότερων επιτοκίων,
- της αναστροφής του περιθωρίου κέρδους στις ΗΠΑ και
- ένα βελτιωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ευρώπη.
Ξεκινώντας από τα επιτόκια, η αγορά των ΗΠΑ σαφώς επωφελήθηκε από τα χαμηλότερα επιτόκια περισσότερο από την Ευρώπη, δεδομένου του μεγαλύτερου μεριδίου της σε εταιρείες τεχνολογίας και υψηλής ανάπτυξης.
Όμως πλέον διανύουμε έναν κύκλο ισχυρής σύσφιξης, ο οποίος μάλιστα φαίνεται ότι θα κρατήσει περισσότερο από το αρχικά αναμενόμενο. Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ θα πληγούν περισσότερο εάν τα επιτόκια παραμείνουν πράγματι υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, ο ιδιωτικός τομέας των ΗΠΑ τείνει να είναι πιο ευάλωτος στο υψηλότερο κόστος δανεισμού, δεδομένου του χαμηλού ποσοστού αποταμίευσης και των υψηλότερων επιπέδων χρέους.
Παρά τα πρόσφατα καλά stress tests των αμερικανικών τραπεζών, η Ευρώπη εξακολουθεί να έχει το πλεονέκτημα όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο και το υπόβαθρο κινδύνου.
Τα αυστηρότερα εδώ και χρόνια stress tests, οι υψηλοί δείκτες κεφαλαίων και οι υπόλοιποι πιο απαιτητικοί τραπεζικοί κανόνες σε σχέση με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έχουν κάνει τις ευρωπαϊκές τράπεζες πιο ανθεκτικές στο νέο απαιτητικό μακροοικονομικό περιβάλλον που αναδύεται.
Ταυτόχρονα, οι φορολογικοί συντελεστές των επιχειρήσεων έχουν μειωθεί για τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Επίσης, οι κίνδυνοι σχετικά με τις κρατικές πιστώσεις στην Ευρώπη φαίνεται να έχουν υποχωρήσει με την έγκαιρη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει σε στοχευμένες αγορές περιουσιακών στοιχείων εάν παραστεί ανάγκη.
Περνώντας τώρα στο κεφάλαιο της παγκόσμιας εκπροσώπησης, εδώ τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν αν κάποια στιγμή οι επενδυτές προσπαθήσουν να διαφοροποιηθούν περαιτέρω εκτός των ΗΠΑ.
Μια τέτοια τάση θα ευνοήσει τις ευρωπαϊκές μετοχές. Αρκεί να αναφέρουμε ότι συνολικά, σχεδόν το 60% των πωλήσεων των ευρωπαϊκών εταιρειών είναι εκτός Ευρώπης. Το αντίστοιχο ποσοστό των αμερικανικών εταιρειών όσον αφορά τις πωλήσεις εκτός ΗΠΑ ανέρχεται σε μόλις 29%.
Όσον αφορά τώρα τον υπόλοιπο ανταγωνισμό, οι ευρωπαϊκές εταιρείες στο κεφάλαιο των επενδύσεων και των περιουσιακών στοιχείων είναι πιο «παγκόσμιες» από εταιρείες που είναι εισηγμένες σε άλλες περιοχές, σύμφωνα με έρευνα της Goldman Sachs.
Επιπλέον, οι αγορές εκτός ΗΠΑ τείνουν να έχουν καλύτερες επιδόσεις όταν το δολάριο αποδυναμώνεται σημαντικά, κάτι το οποίο δεν ισχύει αυτή την περίοδο.
Στην ενότητα τώρα των περιθωρίων, τα περιθώρια κέρδους είναι εξαιρετικά υψηλά στις ΗΠΑ και όσο υψηλότερα έχουν σκαρφαλώσει αυτά τα περιθώρια, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να μην διατηρηθούν.
Για παράδειγμα, αυτή την περίοδο υπάρχει μεγάλη πίεση από τις εργατικές ομάδες.
Βέβαια, πάντα θα υπάρχει ο αντίλογος της τεχνολογικής υπεροχής των ΗΠΑ. Όμως στη βάση αυτού του αντιλόγου είναι λάθος να αγνοήσει κανείς το υψηλό μερίδιο της Ευρώπης σε εταιρείες ισχυρής αμυντικής ανάπτυξης και τη βελτίωση των επιχειρηματικών μοντέλων στις τράπεζες, τις τηλεπικοινωνίες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, χάρη στην οποία αυξήθηκαν τα συνολικά κέρδη.
Άλλη μια παρατήρηση αφορά τις εξαγορές. Οι προσφορές εξαγοράς που στοχεύουν ευρωπαϊκές εταιρείες θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν τις αποτιμήσεις υψηλότερα, καθώς πολλοί διεθνείς επενδυτές χρησιμοποιούν τα δολάρια τους για να αγοράσουν φθηνά περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ των οποίων πολλά είναι ευρωπαϊκά.
Ήδη οι εξαγορές μετοχών στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί σε πολυετή υψηλά, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας και των χρηματοοικονομικών, όπου τα κενά αποτίμησης είναι τα μεγαλύτερα σε σύγκριση με τους ομότιμους τους στις ΗΠΑ.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες υποδεικνύουν τις ευνοϊκές προοπτικές για τις ευρωπαϊκές αγορές μετοχών. Οι προοπτικές αυτές αν συνδυαστούν με μια επενδυτική τάση για διαφοροποίηση κινδύνου, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την απόδοση του STOXX Europe 600 εγγύτερα στην αντίστοιχη του S&P 500 στα τέλη του 2023.
Ίδωμεν.
(σ.σ: Μάλιστα οι στρατηγικοί αναλυτές της Goldman Sachs Research προβλέπουν ότι ο STOXX Europe 600 θα ξεπεράσει τον δείκτη S&P 500 το 2023).
*Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.