Οι προοπτικές στις αγορές παραμένουν καλές για τους επενδυτές το 2022 αλλά υπάρχουν παράγοντες που θα βάλουν οροφή στις αναμενόμενες αποδόσεις τόσο στις μετοχές όσο και στα ομόλογα, προβλέπει η ελβετική Pictet Asset Management σε έκθεση της για το πως θα κινηθούν οι αγορές τον επόμενο χρόνο.
Οι τιμές των μετοχών ανέκαμψαν πιο γρήγορα από ότι αναμενόταν φέτος από το χαμηλό της πανδημίας, σημειώνοντας άνοδο σχεδόν 100%. Οι υψηλές αποτιμήσεις, σφιχτότερη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και η έξαρση του πληθωρισμού θα ασκήσουν πιέσεις το 2022 με αποτέλεσμα μονοψήφιες αποδόσεις στις μετοχές.
Τα ομόλογα έχουν εισέλθει σε bear market κατά την άποψη του επενδυτικού οίκου και σημαντική άνοδος των αποδόσεων δεν θεωρείται πιθανή.
«Η επόμενη χρονιά θα είναι μια από τα ίδια αλλά σε μικρότερο βαθμό αντί για χρονιά μεγάλης στροφής στις αγορές. Βρισκόμαστε στο τελευταίο τρίτο μιας οικονομικής επέκτασης που θα μείνει στην ιστορία ως ο ταχύτερος οικονομικός κύκλος. Η οικονομική δραστηριότητα θα επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα. Προβλέπουμε συγχρονισμένη ανάπτυξη με λιγότερες κλαδικές και γεωγραφικές αποκλίσεις. Η παγκόσμια οικονομία είναι ένα μεγάλο τάνκερ που χρειάζεται χρόνο για να αλλάξει κατεύθυνση. Η κατανάλωση υπηρεσιών θα κλείσει το κενό με την κατανάλωση αγαθών», αναφέρει η έκθεση.
Η χαλάρωση των περιορισμών στην κινητικότητα θα τονώσει την παραγωγή και θα αμβλύνει τις στενώσεις στην προσφορά. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια η οικονομία των ΗΠΑ θα υπεραποδώσει σε σύγκριση με αυτή της Κίνας, αναπτυσσόμενη με ρυθμό 5,6% το 2022.
Ο πληθωρισμός, οδηγούμενος από τη ζήτηση, θα επιμείνει και η ανεργία θα υποχωρήσει. Η Ευρώπη, η Βρετανία και η Ιαπωνία θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν αλλά με πιο βραδείς ρυθμούς από τις ΗΠΑ. Το Brexit και πιθανότατα ένα πρόωρο νομισματικό σφίξιμο θα προκαλέσουν αβεβαιότητα στη Βρετανία.
Κανονιστικοί περιορισμοί και αδυναμία στον ζωτικό κλάδο των ακινήτων στην Κίνα δεν μπορούν να αποκλειστούν. Γενικότερα όμως, η Pictet βλέπει μάλλον οικονομική υπερθέρμανση παρά στασιμοπληθωρισμό ως το πιθανότερο σενάριο. Επισημαίνει όμως τρεις συγκεκριμένους κινδύνους για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο ανοδικός πληθωρισμός και πιθανή τιμή πετρελαίου στα $100 το βαρέλι ενδέχεται να πλήξουν τη ζήτηση. Περαιτέρω καταστολή στην Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, λόγω κανονιστικών περιορισμών δεν μπορεί να αποκλειστεί και η πανδημία Covid δεν έχει τελειώσει, που σημαίνει ότι υπάρχει το ρίσκο μιας πιο θανατηφόρου μετάλλαξης που μπορεί να διαπερνά τα εμβόλια.
Το 2022 η νομισματική πολιτική θα αλλάξει ρότα, ακόμη και δεν υπάρξει πλήρης αναστροφή.
Οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν ήδη αρχίσει να σφίγγουν τη νομισματική πολιτική και οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αναμένεται να διογκώσουν τους ισολογισμούς τους κατά $1 τρις τον επόμενο χρόνο, λιγότερο από την επέκταση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, που σημαίνει οτι η υπερβάλλουσα ρευστότητα θα αρχίσει να συρρικνώνεται για πρώτη φορά από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, εκτιμά η Pictet.
Τα πραγματικά επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά παρά το tapering της ποσοτικής χαλάρωσης από τη Fed και τις αναμενόμενες αυξήσεις επιτοκίων αργότερα την επόμενη χρονιά.
Ιστορικά, στην αρχή ενός κύκλου πιο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ οι αποδόσεις των μετοχών υποχωρούν κάτω από τον μέσο όρο αλλά οι επιδόσεις τους παραμένουν θετικές.
«Οι όποιες ξαφνικές πτώσεις η άνοδοι της μεταβλητότητας τείνουν να είναι βραχύβιες ακόμη και όταν είναι μεγάλες μερικές φορές. Πάντως η προειδοποίηση παραμένει: οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων σε γενικές γραμμές είναι φουσκωμένες μετά από μια δεκαετία ποσοτικής χαλάρωσης, φθηνού χρήματος και αυξανόμενης ζήτησης για χρηματοοικονομικά asset από πληθυσμούς που γερνούν».
«Οι πραγματικές αξίες εντοπίζονται σε περιοχές που δεν είναι ελκυστικές για πολλούς επενδυτές – η ενέργεια, η εξόρυξη, ο κλάδος των ακινήτων στην Κίνα, οι μετοχές της Βραζιλίας και της Τουρκίας. Ωστόσο, υπάρχει αρκετή σχετική αξία στις μετοχές. Εκτιμούμε ότι οι κυκλικοί κλάδοι αξίας θα σημειώσουν υπεραπόδοση το 2022 καθώς οι οικονομίες θα συνεχίσουν να ανοίγουν και οι ομολογιακές αποδόσεις θα ανεβαίνουν. Οι περιοχές αυτές συμπεριλαμβάνουν την Ιαπωνία, τον χρηματοοικονομικό κλάδο, τα ακίνητα και τη μικρή κεφαλαιοποίηση στις ΗΠΑ», εκτιμά η Pictet.
Στην Ευρώπη, η Βρετανία κλίνει προς αξία με τις σχετικά φτηνές αποτιμήσεις και την εξασθένηση της στερλίνας. Ελκυστικές θεωρεί και τις αγορές της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Στις ΗΠΑ οι μετοχές μπορεί να φαίνονται πολύ ακριβές αλλά η κερδοφορία των επιχειρήσεων πιθανότατα θα σώσει τις αποδόσεις το 2022, εκπλήσσοντας και πάλι ανοδικά λόγω των υψηλότερων περιθωρίων κέρδους.
«Οι αναλυτές είναι πολύ αισιόδοξοι για την εξέλιξη της κερδοφορίας μεσοπρόθεσμα, με τη φορολογία, το κόστος των τόκων και των μισθών να αναμένεται να αυξηθεί. Ενώ είμαστε επιφυλακτικοί όσον αφορά στις αναδυόμενες αγορές. Μια μεταστροφή πίσω σε αυτές τις αγορές είναι πιθανή στο δεύτερο ήμισυ του 2022. Γενικότερα, είμαστε επιφυλακτικά αισιόδοξοι για τις προοπτικές των μετοχών».
Στον χώρο του σταθερού εισοδήματος οι επενδυτές πρέπει να προετοιμαστούν για άλλη μία δύσκολη χρονιά. Τα κρατικά ομόλογα ΗΠΑ πιθανότατα θα υποστούν απώλειες, παρόλο που οι αποδόσεις στα 10ετη θα δυσκολευτούν να σπάσουν το επίπεδο του 2%. Με τις αποδόσεις των ομολόγων με ρήτρα πληθωρισμού σε ιστορικό χαμηλό, το κομμάτι αυτό της αγοράς θα απογοητεύσει τους επενδυτές.
«Οι αγορές προεξοφλούν ότι οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ, την Ευρωζώνη και τη Βρετανία θα αυξήσουν τα επιτόκια τουλάχιστον μια φορά έως το τέλος του 2022. Μπορεί να φαίνεται κάπως υπερβολικό αλλά οι συνθήκες για τους επενδύοντες σε ομόλογα βρίσκονται στο πιο bearish σημείο εδώ και μια δεκαετία με τις αποτιμήσεις σε υψηλά επίπεδα. Συνεπώς οι επενδυτές θα πρέπει να ψάξουν επίπονα για να καταφέρουν αποδόσεις. Δεν βλέπουμε αξιόλογη αξία σε ομόλογα της Ευρωζώνης και άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών».
«Τα ομόλογα με ρήτρα πληθωρισμού είναι υπεραγορασμένα και θεωρούμε απίθανο να προσφέρουν ελκυστικά κέρδη ή να επαναλάβουν τις φετινές αποδόσεις του 6% με 7%. Προτιμούμε τα ιαπωνικά ομόλογα με ρήτρα πληθωρισμού. Τα πραγματικά επιτόκια εκεί είναι υψηλότερα από αυτά των ΗΠΑ και της Βρετανίας», αναφέρει η έκθεση.