Στρωμένο γήπεδο για την πρώτη ελληνική έξοδο στις αγορές. Ο οίκος Fitch από την Παρασκευή έχει αναβαθμίσει τις προοπτικές της οικονομίας και έχει συνδέσει τη βελτίωση της επενδυτικής πορείας και με την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Και από χθες, το οικονομικό επιτελείο έχει στοιχεία στα χέρια του που δείχνουν υπεραπόδοση στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2021 –και μάλιστα της τάξεως των 2 δις. ευρώ- ταυτόχρονα με καλύτερη του αναμενομένου πορεία του ΑΕΠ κάτι που μπορεί να ρίξει το πρωτογενές έλλειμμα για το 2021 αισθητά κάτω από το 7% αφήνοντας ταυτόχρονα και μια «παρακαταθήκη» για τον φετινό προϋπολογισμό.
Και κάτι ακόμη: σε μια δύσκολη συγκυρία με τις δίδυμες κρίσεις να βρίσκονται σε πλήρη έξαρση (υγειονομική και ενεργειακή), η κυβέρνηση φαίνεται να μην παρασύρεται από τις «σειρήνες» των μέτρων στήριξης και να υλοποιεί μόνο τις απολύτως απαραίτητες πολιτικές με το λιγότερο δυνατό δημοσιονομικό κόστος. Στην εξίσωση πρέπει να προστεθεί και η δημόσια δήλωση Λαγκάρντ για τη συνέχιση της αγοράς ελληνικών «χαρτιών» και μετά τη λήξη του PEPP αλλά και το τεράστιο υπόλοιπο των ταμειακών διαθεσίμων (και πάλι στα 38 δις. ευρώ). Τι περισσότερο, λοιπόν, θα μπορούσαν να ζητήσουν οι αγορές για να καλύψουν την πρώτη έκδοση ελληνικού ομολόγου για το 2022;
Στο οικονομικό επιτελείο έχουν πλήρη επίγνωση ότι όλες (ή σχεδόν όλες) οι εκδόσεις της φετινής χρονιάς θα καλυφθούν με κόστος σαφώς υψηλότερο συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2022. Το 2022, δεν είναι 2021. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι παρούσα με το πρόγραμμα στήριξης λόγω πανδημίας (το λεγόμενο PEPP) αλλά οι αγορές δεν γίνονται με την ίδια δυναμική ενώ το επικείμενο τέλος του προγράμματος (ακόμη και με το δεδομένο ότι η Ελλάδα θα μπει και στο πρόγραμμα επαναγορών). Επίσης, ο πληθωρισμός χτυπάει δυνατά την πόρτα όλου του πλανήτη με τις κεντρικές τράπεζες να έχουν ήδη ξεκινήσει την αύξηση των επιτοκίων και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να «πιέζεται» πλέον προς αυτή την κατεύθυνση (τουλάχιστον για μια αύξηση μέχρι το τέλος του χρόνου).
Δημιουργεί αυτό κλίμα ανησυχίας για την αύξηση του κόστους δανεισμού της χώρας σε μια περίοδο μάλιστα που το ζητούμενο είναι η εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων; Η απάντηση είναι όχι. Ακόμη και με την απόδοση του δεκαετούς στο 1,55% (κάτι που σημαίνει ότι μια έξοδος στις αγορές με τη συγκεκριμένη διάρκεια μπορεί να μας κόστιζε περίπου 1,8-1,9%) το κόστος του χρήματος είναι πολύ χαμηλότερο συγκριτικά με αυτό που προέβλεπαν για την Ελλάδα οι δανειστές όταν έφτιαχναν την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Και από την άλλη, το ελληνικό χρέος, τοκίζεται στο σύνολό του (και τα 350 δις. ευρώ) με σταθερό επιτόκιο είτε λόγω των απευθείας συμφωνιών με τους θεσμούς είτε λόγω των swap που έχουν συναφθεί και τα οποία τώρα η χώρα θα βρει μπροστά της ως πολύ χρήσιμο «εργαλείο» σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων.
Με αυτά τα δεδομένα, οι εκδόσεις ελληνικών ομολόγων θα είναι πυκνές το επόμενο χρονικό διάστημα καθώς η συγκυρία φαντάζει απολύτως ευνοϊκή. Περισσότερα, στον… πίνακα των χρηματιστηριακών ανακοινώσεων για τις προαναγγελίες του ανοίγματος βιβλίου προσφορών.