Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης χτυπούν την πόρτα του Χρηματιστηρίου

Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης χτυπούν την πόρτα του Χρηματιστηρίου

H κατά +16,2% εκτόξευση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), έρχεται να πιστοποιήσει τη διαφορετική δυναμική που αρχίζει να αποκτά η ελληνική πραγματική οικονομία, πριν καν αρχίσουν οι εισροές των κονδυλίων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Τα προκαταρκτικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), διέψευσαν θετικά, ακόμα και τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας.

Πριν από λίγες ημέρες στο άρθρο με τίτλο Θα είναι η 7η Σεπτεμβρίου η «D-Day» για το Χρηματιστήριο Αθηνών;, είχαμε παρομοιάσει την ημέρα ανακοίνωσης της αύξησης του ΑΕΠ, με την ημέρα απόβασης των συμμαχικών δυνάμεων στις δυτικές ακτές της Γαλλίας.

Και αυτό διότι, η κατά 16,2% αύξηση του ΑΕΠ, δεν στηρίχτηκε ούτε σε έργα υποδομών, ούτε σε επενδύσεις στην ενέργεια, ούτε σε κατασκευαστικά έργα, που ούτως ή αλλιώς θα ακολουθήσουν σε δεύτερη φάση. Η αύξηση αυτή, στηρίχθηκε μόνο στον τουρισμό και στη θεαματική αύξηση των εξαγωγών. Σε δυο κλάδους, που είχαν υποστεί σημαντική συρρίκνωση λόγω της πανδημίας. Το +16,2% ήταν ξαφνικό και σε μεγάλο βαθμό μη αναμενόμενο παρά το -13% της αντίστοιχης περσινής περιόδου που σημαδεύτηκε από την καραντίνα και το lockdown. Σαν την D-Day.

Ο κλάδος του τουρισμού παρουσίασε άνοδο της τάξης του 28,8%, ενώ οι εξαγωγές προϊόντων ενισχύθηκαν κατά 17,1%. Αν σε αυτά τα μεγέθη προσθέσουμε την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης κατά 12,1% και την αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 12,9%, έχουμε μια εξαιρετική μαγιά για την επόμενη ημέρα.

Η Ελλάδα κινείται υψηλότερα από τον μέσο όρο ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκεται στο 14,3%. Και δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι η ανάπτυξη στο σύνολο του έτους, θα αφήσει πίσω της τις πρώτες εκτιμήσεις για 3,6% και ότι μπορεί να υπερβεί το 5,5%, ενώ ορισμένοι αισιόδοξοι την τοποθετούν ακόμα και στο 6%.

Το πρώτο ερώτημα που έρχεται στα χείλη του κάθε καλόπιστου αναγνώστη είναι, το γιατί μετά από τη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, όχι μόνο δεν απογειώθηκε, αλλά υποχώρησε έστω και οριακά κατά -0,69%, με ένα ασθενή τζίρο συναλλαγών της τάξης 35 εκατ. ευρώ.

Μια απάντηση είναι, ότι το Χρηματιστήριο έχει προεξοφλήσει ήδη την αύξηση του ΑΕΠ, διότι μέρος αυτής, ήδη άρχισε να φαίνεται στους ισολογισμούς και στα αποτελέσματα των εισηγμένων εταιρειών, υπό τη μορφή αύξησης του κύκλου εργασιών από τις εγχώριες πωλήσεις και τις εξαγωγές και υπό την μορφή της κερδοφορίας. Και έτσι οι μετοχές έχουν ήδη αναπροσαρμόσει προς τα πάνω τις τιμές τους και οι εισηγμένες εταιρείες τις κεφαλαιοποιήσεις τους.

Μια άλλη απάντηση είναι, ότι η πλειονότητα των εισηγμένων εταιρειών, προσβλέπει στην εκκίνηση των μεγάλων έργων και των σημαντικών επενδύσεων που θα ακολουθήσουν μετά την έλευση των ευρωπαϊκών πόρων, από το Ταμείο Ανάκαμψης και που θα κινητοποιήσουν τόσο εγχώρια και ξένα επενδυτικά κεφάλαια, όσο και τραπεζικές χρηματοδοτήσεις.

Και προσβλέπει σε αυτήν, διότι εκεί είναι στραμμένη η δραστηριότητα τους. Η αύξηση του τουρισμού και των εξαγωγών, τις επηρεάζει μεν θετικά σαν κλίμα και σαν ψυχολογία, ωστόσο δεν αλλάζει τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη τους. Οπότε αυτές οι εταιρείες βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής, διότι περιμένουν τα πρώτα δείγματα γραφής της ταχύτητας ανταπόκρισης του κρατικού μηχανισμού στην απορρόφηση των κονδυλίων.

Μια ακόμα απάντηση είναι, ότι οι επενδυτές περιμένουν να δουν κατά πόσο η ανάπτυξη αυτή θα επηρεάσει το ενεργητικό των τραπεζών. Κατά πόσο, όχι μόνο δεν θα δημιουργήσει μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, αλλά κατά πόσο θα μπορέσει να αποκλιμακώσει περαιτέρω τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Δηλαδή το κατά πόσο, κάποια κόκκινα δάνεια, θα πρασινίσουν.

Και η ουσιαστική απάντηση είναι, ότι χρηματιστηριακή αγορά εστιάζει στο αύριο. Εστιάζει πλέον στα αναμενόμενα μεγέθη του τρίτου και τέταρτου τριμήνου, όπου και εκεί αναμένεται η παρατεταμένη εκτίναξη του οικονομικού ελατηρίου, που είχε συνθλιβεί μέσα στο 2020.   

Τα ρίσκα

 

Όμως στο Q3, ήδη έχουν αρχίσει και κάνουν την εμφάνιση τους κίνδυνοι, που δεν είχαν επηρεάσει την οικονομία στο πρώτο εξάμηνο.

Η αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, που κινείται σε πρωτοφανή επίπεδα όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιβαρύνει τα κόστη παραγωγής της βιομηχανίας.

Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του περιθωρίου κέρδους σε έναν αριθμό επιχειρήσεων κυρίως εξαγωγικού χαρακτήρα, ή και το πέρασμα του κόστους στους καταναλωτές, που θα βάλει φρένο στην αύξηση του όγκου των πωλήσεων. Επίσης, η θεαματική αύξηση των πρώτων υλών της βιομηχανίας και των καυσίμων, θα επιβαρύνει τους ισολογισμούς των εισηγμένων εταιρειών.

Δηλαδή, ενώ όλα τα δείγματα γραφής στον τομέα της οικονομίας είναι μέχρι στιγμής θετικά και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ξένων οίκων αξιολόγησης η Ελληνική Οικονομία θα πάρει επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2022, υπάρχουν ακόμα επιφυλάξεις. Ωστόσο, επιφυλάξεις δεν υπάρχουν στη μεγάλη εικόνα της χώρας, που αναμένει αύξηση του ΑΕΠ κατά 50 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη πενταετία.  

Η κυβέρνηση από την πλευρά της, εκφράζει την άποψη ότι η εκρηκτική ανάπτυξη της οικονομίας της δίνει τη δυνατότητα να προσφέρει ένα μεγαλύτερο καλάθι ενισχύσεων και φοροελαφρύνσεων.

Είναι ήδη γνωστά κάποια μέτρα, όπως η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης και το 2022 για τον ιδιωτικό τομέα, η επέκταση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, ενώ απομένει μια νέα μείωση 1,1 ποσοστιαίων μονάδων και η μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 24% στο 22% εντός του 2022 και απομένει μια ακόμα μείωση που αποτελεί μέρος του προγράμματος της ΝΔ, στο 20% το 2023. Ακούγονται και μέτρα ενίσχυσης των ευάλωτων νοικοκυριών, που πλήττονται από τις αυξήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος και του κόστους του λεγόμενου «καλαθιού της νοικοκυράς».

Όμως η αγορά περιμένει πρωτοβουλίες και μέτρα, από την κυβέρνηση που θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στο ΑΕΠ και στην προσέλκυση επενδύσεων. Για παράδειγμα, η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου του ΕΝΦΙΑ, θα δώσει περαιτέρω ώθηση ύψους 0,6% στο ΑΕΠ.

Η παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις στο χρηματιστήριο, η θέσπιση ενός αφορολόγητου ορίου για τους μικροεπενδυτές από είσπραξη μερισμάτων εισηγμένων εταιρειών, η θέσπιση κινήτρων για συγχωνεύσεις ανάμεσα σε εταιρείες κελύφη του χρηματιστηρίου και μη εισηγμένων επιχειρηματικών ομίλων, αποτελούν κάποιες πρώτες ιδέες.

Συμπερασματικά, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,2% είναι αισιόδοξη και ενθαρρυντική. Το γενικότερο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον είναι δύσκολο και πολύπλοκο.

Ο επιπλέον «δημοσιονομικός χώρος» που ανοίγεται από την μεγαλύτερη του αναμενόμενου ανάπτυξη, προσφέρει δυνατότητες φιλοξενίας νέων φορολογικών ελαφρύνσεων και κινήτρων. Η αναβάθμιση του προφίλ της ελληνικής οικονομίας, από τους οίκους αξιολόγησης, είναι δεδομένη. Η αύξηση του κόστους χρήματος μέσα στο 2022, είναι επίσης πιθανή. Οι πληθωριστικές τάσεις, μπορεί να διαρκέσουν περισσότερο από όσο νομίζουμε.

Ωστόσο, η Ελλάδα έχει την τύχη με το μέρος της. Έχει μια κυβέρνηση που γνωρίζει, σχεδιάζει, θέτει στόχους και τους επιτυγχάνει. Έχει μια κυβέρνηση με μεταρρυθμιστικό οίστρο και με πλούσιο απόθεμα πολιτικών δυνάμεων, που της προσφέρει η ανυπαρξία της αντιπολίτευσης. Η προσπάθεια της ανάταξης της οικονομίας είναι δύσκολη υπόθεση. Όμως τα χρώματα του ορίζοντα είναι ρόδινα.