Αδυναμία να ακολουθήσει το ράλι των ομολόγων, αλλά και σαφή υστέρηση έναντι των διεθνών αγορών καταγράφει η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά τις πρώτες πενήντα ημέρες του 2020, προβληματίζοντας κάποιους παράγοντες της αγοράς που βλέπουν μερική κόπωση στο momentum που είχε «χτιστεί» το 2019.
Γενικός Δείκτης και FTSE 25 κινούνται εξισορροπητικά το πρώτο δίμηνο του 2020, ενώ οι τράπεζες αποδεικνύονται ο αδύναμος κρίκος, καθώς μετά το +101% του 2019, υποχωρούν κατά 9,83% τις πρώτες 35 συνεδριάσεις του νέου έτους. Και όλα αυτά, σε μια περίοδο που οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν καταγράψει εντυπωσιακή μείωση κατά 36% από την αρχή του έτους (!!), ενώ οι διεθνείς αγορές, προ δύο ημερών, βρέθηκαν σε νέα ιστορικά συνεχίζοντας να «χτίζουν» στο πιο ανθεκτικό, πλουραλιστικό και μακροχρόνιο bull market όλων των εποχών.
Κατ' αρχήν, μετά το ράλι του 2019 και τα κέρδη 50% που έφεραν το Χ.Α. στην κορυφή των παγκοσμίων χρηματιστηριακών αποδόσεων, είναι λογικό να υπάρχει μια περίοδος «χώνευσης», αφομοίωσης κεκτημένων, συσσώρευσης και επανεκτίμησης δεδομένων.
Η αγορά αφενός έχει δείξει δύο φορές το τελευταίο 20ήμερο ότι κρατάει τη ζώνη ψυχολογίας των 900 μονάδων, αφετέρου πιστοποιεί ότι δυνάμεις «απόδρασης» από τις 920 μονάδες δεν υπάρχουν, κυρίως λόγω απουσίας «φρέσκων» κεφαλαίων αλλά και σημαντικών καταλυτών που θα έφερναν νέα πονταρίσματα.
Οι επενδυτές προβαίνουν σε περιορισμένου εύρους κατοχύρωσης κερδών αλλά και μείωσης ρίσκων, με την αγορά να συνεχίζει όλο το τελευταίο διάστημα στη γνώριμη διαδρομή μεταξύ των 910 και των 920 μονάδων. Αυτό έγινε και χθες όπου ο Γ.Δ. είχε ενδοσυνεδριακή «διαδρομή» από το υψηλό των 918,44 μονάδων (+0,18%) έως το χαμηλό των 910,42 μονάδων (-0,70%) για να κλείσει τελικώς στις 913,08 μονάδες με απώλειες 0,41%.
Ο καταλύτης που λέγεται τράπεζες
Από την άλλη πλευρά, αναλυτές και χρηματιστές σημειώνουν πως σ' ένα ακραία τραπεζοκεντρικό χρηματιστήριο, όπως το ελληνικό, κανένα momentum δεν μπορεί να διαμορφωθεί όταν απουσιάζουν οι τράπεζες. Οι τράπεζες λοιπόν βρίσκονται μακριά από τις τιμές που έκαναν τις αυξήσεις κεφαλαίου το 2015 και παρ' ότι τις πλησίασαν στα τέλη του 2019, εντούτοις έχουν απομακρυνθεί εκ νέου.
Στις 18 Νοεμβρίου 2019 ο τραπεζικός δείκτης βρέθηκε (ενδοσυνεδριακά) στο υψηλό των τελευταίων ετών και στις 924,17 μονάδες, όμως έκτοτε δεν έχει δει ξανά αυτά τα επίπεδα, ενώ χθες έχασε και το όριο των 800 μονάδων κλείνοντας στις 798,16 μονάδες, ήτοι περίπου 12% χαμηλότερα από εκείνα τα υψηλά.
Η εφαρμογή του σχεδίου Ηρακλής - που ήταν η αφορμή για το ανοδικό ξέσπασμα του φθινοπώρου στον κλάδο – αργεί, φέρνοντας εύλογη αμηχανία σε αρκετούς επενδυτές, οι οποίοι προτιμούν να κρατούν αμυντική και συντηρητική στάση, έως ότου ξεκαθαρίσει περισσότερο η κατάσταση.
Όπως σημειώνει ο διευθύνων σύμβουλος της Fast Finance ΑΕΠΕΥ Ηλίας Ζαχαράκης, «ο τραπεζικός κλάδος συνεχίζει να είναι το κλειδί στην μεγάλη εικόνα της αγοράς, ενώ τα τέσσερα τελευταία χρόνια δεν έχει καταφέρει να επανακάμψει πάνω από τις 1.000 μονάδες, που είναι και το επίπεδο που έγιναν οι ανακεφαλαιοποιήσεις.
Μπορεί να προχωρούν με σημαντικούς ρυθμούς οι μειώσεις των κόκκινων δανείων, παρόλα αυτά πρέπει να ξεκαθαρίσει η έκβαση του σχεδίου Ηρακλής. Με δειλά βήματα αρχίζει να υπάρχει άνοιγμα στα στεγαστικά δάνεια, όμως είναι ακόμα νωρίς για να πούμε ότι ο κλάδος λειτουργεί με κανονικές ταχύτητες», σημειώνει.
Ο... κορεσμός των blue chips
Από εκεί και πέρα, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες υστέρησης. Κορυφαία blue chips που έδωσαν αποδόσεις από 30% έως 60% το 2019 πιάνοντας πολυετή υψηλά ή ιστορικά ρεκόρ, είναι εύλογο να βρίσκονται σε φάση αποφόρτισης, δεδομένου ότι και οι αποτιμήσεις πλέον κρίνονται απαιτητικές.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλά blue chips διαπραγματεύονται σε επίπεδο Γενικού Δείκτη στις 2.000 ή και στις 2.500 μονάδες, αν εξαιρεθεί η συνδρομή των τραπεζών.
Παράλληλα, κάποιοι άλλοι αναλυτές τονίζουν ότι το ράλι του 2019 «πάτησε» πάνω στην προεξόφληση και στο momentum που έφερνε η αλλαγή πολιτικής μέσω της εκλογής της νέας κυβέρνησης. Έτσι, αυτές οι αποτιμήσεις τώρα, θα πρέπει να... δικαιολογηθούν από τις πολιτικές και τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν.
Ξέχωρα από τα παραπάνω, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το βαθμό του ρίσκου που αποφασίζουν να πάρουν οι επενδυτές στην ελληνική αγορά. Κάποιοι σημειώνουν ότι η νέα καθυστέρηση στο Ελληνικό - ασχέτως αν δε φταίει η κυβέρνηση γι' αυτό - φέρνει κάποια αμηχανία, ενώ και το μεταναστευτικό σε κάθε περίπτωση δε λειτουργεί θετικά, δεδομένου ότι απορροφά ένα σημαντικό κομμάτι από τη δυναμική φυγής προς τα εμπρός που προσπαθεί η κυβέρνηση.
Όπως συνεχίζει στην ανάλυσή του ο κ. Ζαχαράκης, «τα μεγάλα έργα που μπορούν να δώσουν πνοή στην ανάπτυξη δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα, κάτι που η αγορά το αποτιμά κινούμενη με νωχελικούς ρυθμούς μέχρι να διαπιστώσει ότι οι αναγγελίες αρχίσουν να γίνονται και πράξεις. Δυστυχώς, το σύστημα μας είναι έτσι δομημένο και χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να αλλάξει συνήθειες και δομές πολλών ετών, με την κυβέρνηση να φαίνεται ότι καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες για αυτό», σημειώνει.
Άλλος αναλυτής τονίζει πως «με το να ασχολείται όλη η εγχώρια αγορά με τις (νέες) αλλαγές στη διοίκηση της Folli Follie αλλά και διαρκώς με την αναδιάρθρωση της – σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση – Creta Farms, το μόνο που φέρνει είναι ανακύκλωση της εσωστρέφειας και δεν δίνει μήνυμα φυγής προς τα εμπρός».
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η αγορά περιμένει τους νέους καταλύτες και τα νέα «στοιχήματα» προεξόφλησης, που θα ελκύσουν νέα επενδυτικά κεφάλαια στο σύστημα. Σ' ό,τι αφορά τα τεχνικά δεδομένα, ο κ. Ζαχαράκης θεωρεί κρίσιμη την περιοχή των 927 μονάδων καθώς μια κατοχύρωσή της σε κλείσιμο, μπορεί να μας δώσει νέα είσοδο και πιθανή κίνηση στην ζώνη του 950-960 και πάλι.