Η ραγδαία υποχώρηση του ευρώ απέναντι στο δολάριο, αποτυπώνεται στην Ευρωπαϊκή οικονομία άμεσα στις τιμές των ορυκτών υδρογονανθράκων και στο ενεργειακό κόστος. Διότι, η τελική τιμή των καυσίμων, στις αντλίες των πρατηρίων, καθώς και η χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου TTF στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ, εμπεριέχουν πέρα από την αύξηση της τιμής τους λόγω της ανισορροπίας ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά, και την άνοδο του δολαρίου έναντι του ευρώ.
Η αύξηση των τιμών δεν σταματά στα καύσιμα. Τα περισσότερα εμπορεύματα και οι βιομηχανικές πρώτες ύλες που εισάγονται στην Ευρώπη αποτιμώνται σε δολάρια. Οπότε εκτός από την κρίση στην αγορά των εμπορευμάτων, που έχει προκληθεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας, η σταθερή άνοδος του δολαρίου, συμβάλλει σημαντικά στην άνοδο του πληθωρισμού.
Η αύξηση του ενεργειακού κόστους συμβάλει στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, που οδηγεί με τη σειρά του σε συμπίεση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Αν μάλιστα τυχαίνει οι επιχειρήσεις να έχουν εξαγωγικό χαρακτήρα, με προορισμό τις ΗΠΑ ή άλλες χώρες με νόμισμα «δεμένο στο δολάριο», τότε θα υπάρξει και μείωση του κύκλου εργασιών.
Με αποτέλεσμα, η τελική γραμμή των ισολογισμών, όσον αφορά τα κέρδη και τα μερίσματα, να αδυνατίζει. Και η αδυναμία αυτή, περνάει στους αριθμοδείκτες των εισηγμένων εταιρειών και στις αποτιμήσεις τους, με πιο πιθανό το σενάριο της πτώσης της τιμής των μετοχών τους.
Το ισχυρό δολάριο έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή άνθηση του τουρισμού από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Από την ισοτιμία του 1,1868 το καλοκαίρι του 2021, το σημερινό 1,0234, προσφέρει στους Αμερικανούς το ίδιο τουριστικό προϊόν, σε τιμές φθηνότερες κατά 14%.
Η αύξηση της τιμής του δολαρίου, μαζί με την αύξηση των επιτοκίων της Fed, αποτελούν μια μεγάλη θηλειά στο λαιμό των οικονομιών που δανείζονται σε δολάριο και που έχουν εκδώσει δολαριακά ομόλογα. Οι χώρες αυτές, βρίσκονται αντιμέτωπες με δύο κινδύνους.
Ο πρώτος, είναι αυτός της αδυναμίας εξυπηρέτησης και αποπληρωμής των συγκεκριμένων δανείων, αφού το εγχώριο νόμισμα τους υποτιμάται διαρκώς έναντι του δολαρίου, οπότε θα χρειαστούν για παράδειγμα πολύ περισσότερα πέσος για να αποπληρώσουν ένα αμερικανικό δολάριο.
Και ο δεύτερος είναι η αύξηση του βαθμού δυσκολίας πρόσβασης στις διεθνείς αγορές χρέους. Διότι η απόπειρα μιας εκ νέου εξόδου στις αγορές, πιθανότατα θα πρέπει να συνοδεύεται με ακόμα υψηλότερα επιτόκια. Επιτόκια ανταγωνιστικά, που θα πρέπει να ενσωματώνουν εκτός από τη αυξητική τάση των επιτοκίων και το αυξημένο ρίσκο των περιφερειακών αυτών οικονομιών. Και ασφαλώς οι ασθενείς οικονομίες θα πρέπει να προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια, με σκοπό να καλύψουν το ρίσκο συμμετοχής των επενδυτών στα ομόλογα χαμηλότερης αξιολόγησης.
Ένα άλλο πεδίο που αποκτά ενδιαφέρον, λόγω της ισχυροποίησης του δολαρίου, είναι αυτό της αποτίμησης όχι μόνο των εισηγμένων εταιρειών στα χρηματιστήρια. Αλλά και των εταιρειών που ενοποιούν τα αποτελέσματα τους σε ομίλους με σημείο αναφοράς το δολάριο. Αλλά και των εταιρειών που αποτελούν στόχους εξαγορών ή συγχωνεύσεων.
Για παράδειγμα, οι αμερικανικές εταιρείες της Wall Street, είναι ακριβότερες για τους Ευρωπαίους επενδυτές, ενώ αντίθετα οι ευρωπαϊκές είναι φθηνότερες και πιο ευάλωτες σε σενάρια εξαγορών ή συγχωνεύσεων. Και η διαφορά δε είναι μικρή. Είναι τουλάχιστον της τάξης του 15%, λόγω της σταδιακής υποχώρησης του ευρώ, μέσα σε ένα χρόνο.
Σε ένα άλλο παράδειγμα, η βαρύτητα των περιφερειακών θυγατρικών των πολυεθνικών ομίλων που ενοποιούν τις θυγατρικές τους σε αμερικανικά δολάρια, μειώνεται. Με αποτέλεσμα να κινητοποιούνται σενάρια διαφοροποιήσεων στις επενδύσεις, στις κατανομές των πόρων καθώς και στους εσωτερικούς ενδοομιλικούς συσχετισμούς.
Αρκετοί θεωρούν ότι το «ευρωδόλαρο» απασχολεί μόνο τους traders του Forex. Ωστόσο, όπως είδαμε, υπάρχει ένα ολόκληρο ευμετάβλητο σύστημα αξιών, αποτιμήσεων και στρατηγικών, που εξαρτάται από το τανγκό των δυο αυτών νομισμάτων.