Όχι πολλά χρόνια πίσω, οι ελληνικές τράπεζες προσέφεραν «τρελά» επιτόκια, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούσαν ακόμη και το 5% για μεγάλα ποσά και δη για «κλειστά» χρήματα. Ήταν η εποχή στο αποκορύφωμα του ανταγωνισμού για την εξασφάλιση καταθέσεων και πριν καταλάβουμε τις συνέπειες της μεγάλης κρίσης που εξελισσόταν στις ΗΠΑ και είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της Lehman Brothers. Λίγο πολύ το ίδιο συνέβαινε και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η βασική αρχή πάνω στην οποία γίνονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ καταθέτη και τράπεζας ήταν η εξής: όσο μεγαλύτερο το ποσό που δεσμεύεις και για περισσότερο χρόνο, τόσο υψηλότερο το επιτόκιο που σου δίνω».
Όμως η χρηματοπιστωτική κρίση και εν συνεχεία η πανδημία έφεραν τα πάνω-κάτω. Σήμερα πλέον, όσο μεγαλύτερο το ποσό της κατάθεσης τόσο μεγαλύτερο και το «βάρος» για την τράπεζα, όπως μας δείχνει περίτρανα το παράδειγμα της UBS, αν και στην Ελβετία εδώ και χρόνια έχουν άλλο… τραπεζικό θεό καθώς η κεντρική τράπεζα της χώρας έχει μηδενίσει τα επιτόκια από το 2012.
Ο ελβετικός κολοσσός χρεώνει εδώ και πάνω από 1 χρόνο προμήθεια για τις καταθέσεις άνω των 2 εκατ. φράγκων, χθες όμως έλαβε μια πραγματικά ιστορική απόφαση. Ανακοίνωσε ότι μειώνει το κατώτατο όριο των καταθέσεων στις οποίες θα χρεώνει προμήθεια στα 250.000. Αυτό σημαίνει ότι οι καταθέσεις από 0 έως 250.000 θα δίνουν συγκριτικά καλύτερη απόδοση από τις καταθέσεις μεγαλύτερων ποσών.
Το 2019 η UBS ήταν η τράπεζα που άνοιξε το χορό σε ό,τι αφορά τη χρέωση των καταθέσεων ζάμπλουτων πελατών και τώρα πρωτοστατεί ξανά στην εφαρμογή αρνητικών επιτοκίων σε πολύ μεγαλύτερη μερίδα καταθετών, με στόχο να «μοιραστεί» με τους εύπορους -κατά κύριο λόγο - πελάτες της το βάρος των αρνητικών επιτοκίων που η ίδια «σηκώνει».
Η ελβετική τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει να χρεώνει προμήθεια στις καταθέσεις περισσότερων πελατών της ενώ θα κλείσει 1 στα 4 καταστήματα. Οι αλλαγές που θα ισχύσουν από τον ερχόμενο Ιούλιο αποδίδονται στο γεγονός ότι η πανδημία έχει αυξήσει εντυπωσιακά το online banking, ενώ την ίδια ώρα είναι τόσο μεγάλη κρίση που δεν αναμένεται να αλλάξει μέσα στα επόμενα χρόνια το περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, το οποίο ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών.
«Καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά επιτόκια για τα επόμενα χρόνια και γι’ αυτό θα προχωρήσουμε στη μείωση του κατώτατου ορίου κατάθεσης όπου θα χρεώνουμε προμήθεια», ανέφερε η τράπεζα.
Η άλλη μεγάλη ελβετική τράπεζα Credit Suisse χρεώνει και αυτή προμήθεια 0,75% για καταθέσεις άνω των 2 εκατ. φράγκων και 0,85% για εταιρικές καταθέσεις άνω των 10 εκατ.
Πως φτάσαμε ως εδώ και τι μέλλει γενέσθαι; Στον απόηχο της οικονομικής κρίσης που βίωσε η Ευρώπη την περασμένη δεκαετία οι αρχές υιοθέτησαν μία ευρεία γκάμα μέτρων ελάφρυνσης και ανακούφισης της οικονομίας.
Από τότε τα επιτόκια έχουν μειωθεί σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα με την ΕΚΤ να διατηρεί το επιτόκιο αναφοράς (το επιτόκιο με το οποίο δανείζει δηλαδή) στο 0% από τον Μάρτιο του 2016 και το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (DFR) στο -0,5%. Το DFR είναι το επιτόκιο που πληρώνουν οι τράπεζες για να «παρκάρουν» καθημερινά τη ρευστότητά τους στην ΕΚΤ. Το επιτόκιο αυτό είναι 0% από το 2012 και αρνητικό από τον Ιούνιο του 2014.
Στόχος της ΕΚΤ με αυτή την κίνηση ήταν να δώσει ένα επιπλέον κίνητρο στις τράπεζες της Ευρωζώνης να διοχετεύσουν την περισσευούμενη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, δίνοντας νέα δάνεια, αντί να παρκάρουν τα ποσά αυτά στην κεντρική τράπεζα. Το -0,5% που πληρώνουν σήμερα οι τράπεζες της Ευρωζώνης αποτελεί ένα άμεσο κόστος που μειώνει τα έσοδά τους.
Επομένως οι τράπεζες δεν μπορούν να προσφέρουν υψηλά επιτόκια για καταθέσεις αφού στην ουσία οι καταθέσεις είναι «βάρος» και η πολιτική αυτή όσο συνεχίζεται πλήττει τα επιχειρηματικά μοντέλα και την κερδοφορία τους. Έτσι τα επιτόκια καταθέσεων μειώνονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια και σήμερα στην Ελλάδα το μέσο επιτόκιο διαμορφώνεται στο 0,09%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ.
Να σημειωθεί επίσης πως όταν οι ελληνικές τράπεζες έδινα επιτόκια 4% και 5% το επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν 3,75% και τώρα είναι 0%, ενώ το επιτόκιο DFR ήταν 3,35% και τώρα είναι -0,5%.
Σήμερα σε ολόκληρη την Ευρώπη είτε κλείσει κάποιος τα χρήματά του σε προθεσμιακή είτε τα αφήσει σε απλό ταμιευτήριο παίρνει σχεδόν μηδενικό τόκο. Έτσι οι τράπεζες προσπαθούν να κατευθύνουν τους πελάτες τους σε επενδυτικά προϊόντα, τα οποία και πιο συμφέροντα είναι για τις ίδιες και μπορεί να αποφέρουν ικανοποιητική απόδοση στους πελάτες.
Τη στρατηγική των αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις που δέχεται η κεντρική τράπεζα εφάρμοσε πρώτη η Ιαπωνία, η οποία θεωρείται πρωτοπόρος στην υιοθέτηση ριζοσπαστικών τεχνικών νομισματικής ενίσχυσης και ακολούθησαν η Ευρωζώνη, η Ελβετία, η Δανία και η Σουηδία. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι τα επιτόκια θα διατηρηθούν κοντά στο μηδέν ή σε αρνητικό έδαφος έως το 2025, άλλοι έως το 2030. Αν επαληθευτούν αυτές οι προβλέψεις δεν αποκλείεται οι προμήθειες επί των καταθέσεων να γίνουν «μόδα» σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Αν σε καθεστώς αρνητικών επιτοκίων, νοικοκυριά και επιχειρήσεις συνεχίσουν να απευθύνονται στις τραπεζικές υπηρεσίες για τη φύλαξη των οικονομιών τους χωρίς κίνδυνο, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να στρέψουν την προσοχή τους σε πιο κερδοφόρες δραστηριότητες όπως οι χορηγήσεις δανείων. Υπάρχει όμως και η μεγάλη ανησυχία ότι οι καταθέτες θα γυρίσουν την πλάτη στις τράπεζες αν δεν έχουν κάτι να κερδίσουν, γεγονός που θα αναγκάσει τα πιστωτικά ιδρύματα να αντλήσουν κεφάλαια από άλλες πηγές.