Η χρηματιστηριακή εβδομάδα που μόλις τελείωσε κινήθηκε στον ρυθμό των αποφάσεων της νομισματικής πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών, οι οποίες λίγο πολύ ήταν αναμενόμενες και εντός της προεξόφλησης.
Η δεύτερη ανάγνωση όμως των συνοδευτικών κειμένων και των συνεντεύξεων Τύπου των κεντρικών τραπεζιτών φαίνεται ότι δεν ικανοποίησε πλήρως την επενδυτική κοινότητα, η οποία για προφανείς λόγους θα επιθυμούσε μια πιο δραστική αλλαγή ορολογίας, ειδικά από τη στιγμή που ο πληθωρισμός άρχισε να αποκλιμακώνεται και ο μεταποιητικός τομέας βρίσκεται σε ύφεση.
Την ίδια στιγμή τα εταιρικά αποτελέσματα των Alphabet, Amazon και Apple λειτούργησαν σαν βαρίδι για τις επιδόσεις της Wall, ενώ οι μακροοικονομικές ανακοινώσεις της Παρασκευής προβλημάτισαν εκ νέου την αγορά επειδή ακριβώς ήταν ...πολύ καλές.
Βλέπετε, ένας από τους βασικούς λόγους που οι Κεντρικές Τράπεζες άφησαν το πόδι από το γκάζι της αύξησης των επιτοκίων ήταν ακριβώς το γεγονός ότι η οικονομία άρχισε έστω στοιχειωδώς να αποθερμαίνεται.
Οποιαδήποτε λοιπόν μακροοικονομική ένδειξη «επαναθέρμανσης» δημιουργεί ανησυχίες για τυχόν αναζωοπύρωση του πληθωρισμού και επαναφορά επιθετικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, τα καλά νέα για την οικονομία εξακολουθούν προς το παρόν να είναι κακά νέα για τις αγορές, γι’ αυτό και οι αγορές δεν «καλοδέχτηκαν» τα μακροοικονομικά νέα της Παρασκευής όσον αφορά την ισχυρότατη αγορά εργασίας των ΗΠΑ, παρά την αύξηση του κόστους δανεισμού, την υποχώρηση της καταναλωτικής ζήτησης και το αβέβαιο οικονομικό outlook.
Τουλάχιστον τα νέα έγιναν λίγο πιο εύπεπτα από το γεγονός ότι οι μέσες ωριαίες αποδοχές αυξήθηκαν 0,3% μετά από άνοδο 0,4% τον Δεκέμβριο και ότι η ετήσια άνοδος των μισθών επιβράδυνε στο 4,4% τον Ιανουάριο από 4,8% τον Δεκέμβριο.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού τα νέα προβλημάτισαν επίσης, σύμφωνα πάντα με την παραπάνω οπτική, καθώς μετά από έξι διαδοχικούς μήνες συρρίκνωσης η Ευρωζώνη φαίνεται ότι στο ξεκίνημα του 2023 πέρασε σε οριακή επέκταση, με τον σύνθετο δείκτη PMI της S&P Global -συνδυάζει την παραγωγή σε μεταποίηση και υπηρεσίες- να κινείται σε ανοδική τροχιά τον Ιανουάριο για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2022.
Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης βελτιώθηκε για τρίτο διαδοχικό μήνα και σκαρφάλωσε στις 50,3 μονάδες τον Ιανουάριο από 49,3 τον Δεκέμβριο, περνώντας πάνω από το επίπεδο των 50 μονάδων που διαχωρίζει την επέκταση από τη συρρίκνωση της δραστηριότητας.
Αν και είναι ευχάριστο να περνάει μια οικονομία στη φάση της επέκτασης, τη δεδομένη χρονική στιγμή εγείρει ανησυχίες μήπως η επέκταση αυτή επιταχυνθεί, πυροδοτώντας νέες πληθωριστικές δυνάμεις.
Οι αγορές λοιπόν έκαναν μια στάση την Παρασκευή, που για τον δείκτη Dax μεταφράζεται μόλις 543 μονάδες, ήτοι 3,5% κάτω από την κορυφή των 15520 μονάδων με τις πρώτες στηρίξεις να βρίσκονται στις 15288, 15210, 15148 και 14800 μονάδων.
Για τον S&P500 τα νέα της Παρασκευής επικράτησαν της ευφορίας που έφεραν οι ανακοινώσεις του Πάουελ την Τετάρτη, με τον δείκτη να αφήνει μετέωρο τον στόχο των 4210 μονάδων και την επαναφορά του στην πρώτη στήριξη πέριξ των 4160 μονάδων, με τις ακόλουθες στηρίξεις στις 4107, 4076-4085, 4040 μονάδες και με πιο σημαντική εκείνη των 3950 μονάδων.
Πίσω από τις λέξεις του Πάουελ
Σε μια πρώτη προσέγγιση αυτή την εβδομάδα ακούσαμε ό,τι αναμέναμε.
Η Fed αύξησε τα επιτόκιά της κατά 25 μβ στο 4.50%-4.75%, όπως ήταν ευρέως αναμενόμενο και η ΕΚΤ αύξησε τα τρία βασικά της επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης, με το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων να τοποθετούνται πλέον στα 3,00%, 3,25% και 2,50% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 8 Φεβρουαρίου 2023.
Ας δούμε όμως κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες που προφανώς έκαναν στο τέλος της ημέρας τη διαφορά.
Ξεκινώντας από τη Fed, να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι ανακοίνωσε τις αποφάσεις μετά την ανακοίνωση του Ινστιτούτου Διαχείρισης Εφοδιασμού -ISM- ότι η εργοστασιακή δραστηριότητα υποχώρησε στο πιο αδύναμο σημείο της από το 2009 με 15 στους 18 βιομηχανικούς κλάδους να παρουσιάζουν πτώση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Ο σύνθετος ISM υποχώρησε περισσότερο από τις εκτιμήσεις για τον Ιανουάριο, σε επίπεδα βαθύτερης συρρίκνωσης πέριξ των 47,4 μονάδων, ενώ τα επιμέρους στοιχεία έδειξαν επίσης επιβράδυνση των τιμών, της απασχόλησης και των νέων παραγγελιών.
Τουτέστιν, η νομισματική σύσφιξη έχει αρχίσει να έχει αποτέλεσμα, επιβραδύνοντας την οικονομία, άρα και τις τιμές.
Παρά ταύτα, το συνοδευτικό κείμενο του Πάουελ με το οποίο εξήγησε τις αποφάσεις της Fed ξεκίνησε ως εξής: «Η επιτροπή αναμένει ότι οι συνεχιζόμενες αυξήσεις στο εύρος στόχου θα είναι κατάλληλες για την επίτευξη μιας στάσης νομισματικής πολιτικής που να είναι αρκετά περιοριστική ώστε να επαναφέρει τον πληθωρισμό στο 2% με την πάροδο του χρόνου».
Παρά την επιβράδυνση λοιπόν των τιμών και την υποχώρηση του ISM, η Fed δεν αντικατέστησε όπως περίμεναν αρκετοί αναλυτές τη φράση «συνεχιζόμενες αυξήσεις» με μια ηπιότερη έκφραση τύπου «κάποιες αυξήσεις».
Αν τώρα όπως σημειώνει πολύ εύστοχα και το Βloomberg, σκεφτεί κανείς ότι το ανώτερο άκρο του στόχου της Κεντρικής Τράπεζας για το επιτόκιο ομοσπονδιακών κεφαλαίων - 4,75%-υπερβαίνει τον βασικό δείκτη τιμών προσωπικών καταναλωτικών δαπανών, ο οποίος κυμάνθηκε σε ετήσια βάση στο 3,9% στο δ’τρίμηνο και αποτελεί το προτιμώμενο μέσο μέτρησης του πληθωρισμού από πλευράς Fed, το γεγονός ότι ο Πάουελ χρησιμοποίησε τον όρο «συνεχιζόμενες αυξήσεις» είναι μάλλον απογοητευτικό.
Η απογοήτευση δε της αγοράς είναι ακόμα μεγαλύτερη, καθώς τα swap ήδη είχαν τιμολογήσει μια κορύφωση του βασικού επιτοκίου της Fed στο 5% αντί για το 5,25% που σηματοδότησε η ίδια η τράπεζα.
Γιατί όμως ο Πάουελ διατήρησε την αυστηρή ρητορική; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι θέλει να δώσει χρόνο ώστε να διαπιστωθεί αν η υποχώρηση του πληθωρισμού είναι παροδική ή όχι. Αυτό άλλωστε θα κρίνει αν το πραγματικό επιτόκιο παραμείνει σε θετικό έδαφος ή όχι.
Μια δεύτερη απάντηση δόθηκε την Παρασκευή. Η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή. Μια ισχυρή όμως αγορά εργασίας δημιουργεί το υπόβαθρο για μισθολογικές αυξήσεις, εξέλιξη που κινδυνεύει να δημιουργήσει έναν νέο κύκλο πληθωριστικών πιέσεων, μιας και σε αυτή τη φάση το ζητούμενο είναι να περιοριστεί η κατανάλωση.
Η εστίαση λοιπόν της Fed εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι « σε βραχυπρόθεσμες κινήσεις, αλλά σε μακρόπνοες αλλαγές των οικονομικών συνθηκών» σύμφωνα με τον Πάουελ, γι’αυτό και παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε ότι η διαδικασία του αποπληθωρισμου έχει ξεκινήσει, δήλωσε ότι μπορεί να χρειαστούν ακόμη «περί τις δύο» αυξήσεις επιτοκίων και... βλέπουμε.
Η τρίτη απάντηση κρύβεται στα... παρασκήνια. Σκεφτείτε το εξής:Τι θα γινόταν στις αγορές αν ο Πάουελ τα έβλεπε όλα «αγγελικά πλασμένα» και σηματοδοτούσε ότι κάπου εδώ είναι το τέλος της νομισματικής σύσφιξης;
Ένα ράλι όμως των αγορών αυτή τη στιγμή θα δημιουργούσε αισθήματα ευφορίας και φυσικά αποδόσεις, τουτέστιν ό,τι χειρότερο για μια περίοδο που η κατανάλωση πρέπει οπωσδήποτε να μειωθεί.
Ακόμα λοιπόν και αν κάπου εδώ η Fed ολοκληρώνει τις αυξήσεις των επιτοκίων, θα προσπαθήσει να το κρατήσει εκτός δημοσιότητας για όσο περισσότερο μπορεί.
Τα SOS της Λαγκάρντ
Η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης και ξεκαθάρισε ότι προτίθεται να αυξήσει το επιτόκιο αναφοράς κατά 0,50% και στη σύσκεψη του Μαρτίου.
Όσον αφορά το μετά το χρονικό ορόσημο του Μαρτίου, αποσαφήνισε ότι οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής δεν είναι προδιαγεγραμμένες, αντίθετα θα λαμβάνονται από σύσκεψη σε σύσκεψη, ανάλογα των χρηματοοικονομικών εξελίξεων.
Η Λαγκάρντ κατέβαλε φιλότιμη προσπάθεια να διατηρήσει τις ισορροπίες, αναγνωρίζοντας από τη μια ότι οι κίνδυνοι για την προοπτική της ανάπτυξης και του πληθωρισμού είναι πλέον περισσότερο ισορροπημένοι και αν συνεχίσει η υποχώρηση των τιμών της ενέργειας, ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει πιο γρήγορα από ότι είχε εκτιμηθεί, συγκρατώντας όμως από την άλλη τις προσδοκίες ότι πλησιάζει η ολοκλήρωση του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων.
Άλλωστε όπως είπε η κεντρική Τραπεζίτης, όλα θα εξαρτηθούν από τα στοιχεία. Και τα στοιχεία μέχρι στιγμής είναι μάλλον ερμαφρόδιτα.
Δείτε για παράδειγμα τα στοιχεία του πληθωρισμού, ο οποίος υποχώρησε περισσότερο από το αναμενόμενο, στο 8,5% τον Ιανουάριο από 9,2% τον Δεκέμβριο, 10,1% τον Νοέμβριο και 10,6% τον Οκτώβριο. Όμως ο δομικός δείκτης παρέμεινε στο 5,2% ενώ αναμενόταν μία μικρή έστω πτώση.
Την ίδια στιγμή να υπογραμμίσσουμε ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης κλιμακώνονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις με κύριο αίτημα τις μισθολογικές αυξήσεις, ενώ σε λίγες εβδομάδες, όταν ολοκληρωθεί το τρέχον κύμα της Covid-19 στην Κίνα, η αύξηση στη ζήτηση πετρελαίου, αεροπορικών καυσίμων και LNG αναμένεται να ενισχυθεί. Με λίγα λόγια, δύο συνθήκες που αναμένεται να τροφοδοτήσουν εκ νέου τον πληθωρισμό είναι σε πλήρη επώαση.
Ήδη λοιπόν μια μέρα μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ και παρά το γεγονός ότι η Λαγκάρντ δεν άφησε έντονες αιχμές για περαιτέρω αυξήσεις, δύο μέλη της, ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Λιθουανίας, Gediminas Šimkus και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβακίας, Peter Kazimir δήλωσαν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχιστούν και μετά τη συνεδρίαση του Μαρτίου.
Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο συνοδευτικό κείμενο που ακολούθησε την ανακοίνωση των επιτοκίων, το οποίο έκρυβε αρκετές ενδιαφέρουσες πληροφορίες όπως:
- Οι κυβερνήσεις συνεχίζοντας τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών στην ουσία τροφοδοτούν τον πληθωρισμό, αναγκάζοντας την ΕΚΤ να λάβει περισσότερα μέτρα για τον περιορισμό του.
Εν ολίγοις, η Λαγκάρντ κάλεσε τις κυβερνήσεις να άρουν τα μέτρα στήριξης, δεδομένου ότι η οικονομία αποδείχτηκε ανθεκτική και η ενεργειακή κρίση ηπιότερη.
- Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα είναι ένα σημαντικό εργαλείο που θα μειώσει με την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τη ζήτηση και αποτρέποντας τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Δώστε βάση στη φράση «η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα». Όπως έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν, δεν έχει τόση σημασία σε τι ύψος θα φτάσουν τα επιτόκια, όσο για πόσο χρονικό διάστημα θα παραμείνουν εκεί.
-Στο σημείο που αφορούσε τις αγορές εταιρικών ομολόγων που διενεργεί το Ευρωσύστημα, η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε ότι οι εναπομένουσες επανεπενδύσεις θα στρέφονται περισσότερο προς εκδότες που έχουν καλύτερες κλιματικές επιδόσεις, προκειμένου να επιτευχθεί η σταδιακή απεξάρτηση των εταιρικών ομολόγων που διακρατεί το Ευρωσύστημα από τον άνθρακα.
Αυτό είναι ένα μεγάλο «σήμα» για την αγορά των εταιρικών ομολόγων, το οποίο η επενδυτική κοινότητα είναι θέμα χρόνου να το λάβει και να προσαρμοστεί αναλόγως.
-Το Διοικητικό Συμβούλιο μας υπενθύμισε ότι το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument -TPI) είναι πάντα στο τραπέζι, προκειμένου να αντισταθμιστούν τυχόν ανεπιθύμητες και άτακτες εξελίξεις στην αγορά που μπορεί να θέσουν σε σοβαρή απειλή τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.