Οι αγορές ανεβαίνουν με λεφτά και οι αποδόσεις με σύνεση
Shutterstock
Shutterstock

Οι αγορές ανεβαίνουν με λεφτά και οι αποδόσεις με σύνεση

Όλοι μας λέγατε για τον στόχο των 1.379 μονάδων του Γενικού Δείκτη. Τώρα είμαστε στις 1.333 μονάδες. Τι πρέπει να κάνουμε;

Η αλήθεια είναι πως είχα να ακούσω ερώτηση χρηματιστηριακού περιεχομένου στην παραλία δίπλα στη θάλασσα, από την εποχή του καυτού χρηματιστηριακού Αύγουστου του 1999. Και το γεγονός αυτό έχει τα θετικά του. Έχει όμως και τα αρνητικά του. Και εξηγούμεθα.

Στα θετικά είναι ότι η ερώτηση αυτή εκφράζει ένα ενδιαφέρον που εκδηλώνεται μετά από πολύ καιρό. Και το πιθανότερο είναι να εκπορεύεται από επενδυτές που δεν κινήθηκαν επιθετικά μετά από την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας το 2019, που σήμανε εν πολλοίς την αλλαγή σελίδας για τη χώρα. 

Από επενδυτές που δεν εμφανίστηκαν με αγοραστικές διαθέσεις στις πρώτες ανιχνευτικές κινήσεις του Γενικού Δείκτη να διασπάσει ανοδικά σημαντικά επίπεδα τεχνικής αντίστασης και σημαντικά ψυχολογικά επίπεδα τιμών, ειδικά αμέσως μετά την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης του 2020. 

Από επενδυτές που δε συμμετείχαν στις ανοδικές διασπάσεις των 600, των 700, των 800 και των 900 μονάδων που χρειάστηκε καιρός για να επιτευχθούν. Αλλά ούτε και των 1000, των 1100, των 1200 και των 1300 μονάδων που αποτελούν πλέον παρελθόν. Και εμφανίζονται στις διαγραμματικές αναλύσεις σαν ισχυρά επίπεδα στήριξης. 

Το ερώτημα του «συν-κολυμβητή» μου, έρχεται σε μια στιγμή που το Χρηματιστήριο Αθηνών, έχει προσφέρει σημαντικές αποδόσεις που ξεχωρίζουν παγκοσμίως. Βρίσκεται στις παρυφές των υψηλών του 2014, αποτιμάται κοντά στα 90 δισ. Ευρώ και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον εγχώριων και αλλοδαπών επενδυτών που συμμετέχουν με έναν ημερήσιο όγκο χρηματιστηριακών συναλλαγών πέριξ των 100 εκατ. Καμία σχέση δηλαδή με αυτά που γνωρίζαμε πριν από ένα ή δύο έτη. 

Και η αλήθεια είναι ότι η άνοδος των τιμών του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών και των περισσοτέρων μετοχών, είναι αποτέλεσμα μια πρωτοφανούς βουλιμίας για ομόλογα και μετοχές, κυρίως από το εξωτερικό για τη συμμετοχή τους στο “case Greece”. Δηλαδή στη «υπόθεση Ελλάδα», που αποτελεί ένα σημαντικό οικονομικό και γεωπολιτικό στοίχημα εδώ και 2-3 χρόνια. Και θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα θετικό στοίχημα και για τα επόμενα χρόνια.

Η χρηματιστηριακή βουλιμία από τον εξωτερικό παράγοντα δεν έχει επιτρέψει στην αγορά να κινηθεί με το μοτίβο που όλοι γνωρίζουμε. Δηλαδή με άνοδο αλλά και διορθώσεις, με άνοδο και νέα σημεία ισορροπίας ή ακόμα και με βυθίσεις των τιμών, που να αποτελούν ευκαιρίες επανατοποθετήσεων. «Η αγορά πηγαίνει σαν τρένο», που λένε και οι νεότεροι. Και μέχρι στιγμής όποιος εγχώριος επενδυτής έχει προβεί σε πωλήσεις, δύσκολα ξαναγοράζει τους ίδιους τίτλους, αφού θεωρεί ότι κάποιοι άλλοι του «πήραν τα χαρτιά». 

Επομένως, στο Χρηματιστήριο Αθηνών τα τελευταία χρόνια και τους τελευταίους μήνες αποδείχθηκε και αποδεικνύεται καθημερινά, ότι οι αγορές «ανεβαίνουν με λεφτά». Από επενδυτές που αναλαμβάνουν το ρίσκο να συμμετάσχουν στις οικονομικές προσδοκίες μιας αγοράς.

Σε αυτό θα συμβάλλει αποφασιστικά και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που θα οδηγήσει μια μεγάλη ομάδα ξένων θεσμικών επενδυτών να αγοράσουν για πρώτη φορά ελληνικά ομόλογα και μετοχές, αδιακρίτως τιμών και αποτιμήσεων. Διότι θα αναγκαστούν από τα καταστατικά τους και τους κανόνες λειτουργίας τους να «αγοράσουν Ελλάδα». 

Όμως οι σημερινές τιμές όπως έχουν διαμορφωθεί, έχουν εκπληρώσει προσδοκίες και έχουν ενσωματώσει αποτελέσματα. Έχουν ανταποκριθεί σε σημαντικό βαθμό στα νέα θεμελιώδη εταιρικά μεγέθη, που ακολουθούν τους απαιτητικούς ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας. Δεν υπάρχουν πια οι «χρυσές ευκαιρίες» που υπήρχαν προ έτους ή προ μηνών.

Πάμε τώρα στη δεύτερη ερώτηση του επενδυτή από την παραλία. Η αγωνία του, ότι βρίσκεται σήμερα ή ότι θα βρεθεί κάποια στιγμή έξω από το παιχνίδι ή όπως επιτυχημένα ορίζουν οι αγγλοσάξονες σαν “fomo”, δηλαδή “Fear Of Missing Out”, δηλαδή ο φόβος να χαθεί μια ευκαιρία, είναι από μόνη της προβληματική. Διότι είτε δεν έχει πλέον εμπιστοσύνη στην κρίση τους ή στην κρίση του επενδυτικού ή τραπεζικού του συμβούλου, είτε θεωρεί πως κάποιος άλλος μπορεί να τον βοηθήσει. 

Και αυτή η προσέγγιση είναι επικίνδυνη. Όπως προαναφέραμε είναι ο όγκος των εισροών κεφαλαίων που ωθεί τα ανοδικά κύματα των αγορών. Το να εκτιμά ένας επενδυτής και μάλιστα μη επαγγελματίας, πως θα καταφέρει να διατηρηθεί σε όλες τις κορυφές των κυμάτων και πως θα επιτύχει να πηδάει από κύμα σε κύμα, είναι ανορθολογικό και συχνά καταστροφικό. 

Διότι μπορεί οι αγορές να ανεβαίνουν με λεφτά, οι αποδόσεις όμως επιτυγχάνονται με σύνεση, με σχεδιασμό και με καθυπόταξη των συναισθημάτων. Και φυσικά δεν επιτυγχάνονται, ερωτώντας κάποιον άγνωστο στην παραλία, που τον γνωρίζεις από την οικονομική του αρθρογραφία και μόνο. Ο οποίος δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να παράσχει επενδυτικές συμβουλές. Η παροχή των οποίων διέπεται εξ άλλου από το ειδικό αυστηρό καθεστώς που καθορίζει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.