Μία απότομη επιδείνωση των χρηματοδοτικών συνθηκών για να μην ξεφύγει ο πληθωρισμός από τον έλεγχο, με φόντο τις γεωπολιτικές και ενεργειακές ανησυχίες, θα μπορούσε να εκτροχιάσει την οικονομική ανάπτυξη, οδηγώντας στα ύψη την αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συναντήθηκαν χθες στο Παρίσι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δύο εβδομάδες πριν την εξαιρετικά κρίσιμη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου.
Η Κριστίν Λαγκάρντ και τα υπόλοιπα στελέχη της ΕΚΤ έχουν μπροστά τους μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Από τη μία καλούνται να αξιολογήσουν σωστά τις επιπτώσεις που θα έχει η ουκρανική κρίση στον πληθωρισμό, ο οποίος έτσι κι αλλιώς αποτελεί τον νούμερο ένα κίνδυνο για την οικονομία. Από την άλλη, θα πρέπει να βάλουν στη… ζυγαριά τη σοβαρή επίδραση του πολέμου στην οικονομική δραστηριότητα. Πόσο π.χ. θα επηρεάσει τον πληθωρισμό η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου; Θα κριθεί από τη διάρκεια της κρίσης στην Ουκρανία και από το πόσο μακριά θα φτάσει ο Πούτιν. Πόσο μεγάλος θα είναι ο αντίκτυπος για την οικονομική δραστηριότητα και το εμπόριο;
Η παρέμβαση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος είναι χαρακτηριστική του κλίματος. Ο Γιάννης Στουρνάρας εξέφρασε, μέσω συνέντευξης στο πρακτορείο Reuters, την άποψη ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων τουλάχιστον για το υπόλοιπο του 2022 έτσι ώστε να μετριάσει τις επιπτώσεις από την ουκρανική κρίση.
Καλά πληροφορημένες πηγές, αναφέρουν ότι το πιθανότερο σήμερα είναι η ΕΚΤ να ανακοινώσει τη λήξη του έκτακτου QE Πανδημίας (PEPP) τον Μάρτιο, όπως είναι προγραμματισμένο, αλλά να δεσμευτεί να συνεχίσει τις αγορές μέσω του «κανονικού» QE (APP), για όσο χρειαστεί, με στόχο να μην επιδεινωθούν απότομα οι χρηματοδοτικές συνθήκες σε μία περίοδο ακραίας αβεβαιότητας. Σε αυτή την περίπτωση δεν αποκλείεται να δοθεί επίσημο waiver (κατ? εξαίρεση αποδοχή) στην Ελλάδα για να αποτραπεί ο κίνδυνος μεγάλης ανόδου των spreads. Όπως και να έχει, η ΕΚΤ θα συνεχίζει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα μέχρι η χώρα να αποκτήσει την «επενδυτική βαθμίδα».
Το γεγονός, μάλιστα, ότι η Γερμανία είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία και επομένως από τις χώρες που θα πληγούν περισσότερο, αυξάνει τις πιθανότητες να υπάρξει συναίνεση ως προς την αναθεώρηση της στρατηγικής που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ τους επόμενους μήνες.
Η Λαγκάρντ αναμένεται στο εξής να εμφανιστεί πιο επιφυλακτική και να αφήσει ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο, τόσο για τη χρονική μετάθεση της πρώτης αύξησης των επιτοκίων, όσο και για την ταχύτητα με την οποία θα γίνει το λεγόμενο tapering, ήτοι η σταδιακή συρρίκνωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων. Να πούμε εδώ ότι οι αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης κινήθηκαν έντονα πτωτικά χθες και κυρίως των γερμανικών τίτλων που λειτουργούν ως ασφαλή καταφύγια για τους επενδυτές.
Όπως εκτιμά η Capital Economics, τα τύμπανα του πολέμου δεν αναμένεται να αντιστρέψουν εντελώς τα σχέδια της ΕΚΤ για σύσφιξη της πολιτικής μέσα στο 2022 αλλά σίγουρα οι τελευταίες εξελίξεις κάνουν πολύ πιο διστακτική κάθε κίνηση στο εξής, καθώς η Ευρωζώνη έχει πολύ στενές ενεργειακές και εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία. Σε κάθε περίπτωση, με τα σημερινά δεδομένα δείχνει να απομακρύνεται το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων μέσα στο 2022 ενώ κερδίζει πόντους η «ανοχή» του πληθωρισμού σε υψηλότερα επίπεδα, με τη λογική ότι το φαινόμενο θα εξασθενήσει αργότερα μέσα στο έτος.
Η ΕΚΤ θα λάβει αποφάσεις με βάση τις μακροοικονομικές προβλέψεις και ορίζοντα το 2024. Προβλέψεις που θα παρουσιαστούν στη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου, ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι θα πρέπει να επαναξιολογηθούν μετά τα τελευταία γεγονότα. Χωρίς να είναι ορατό το τέλος της τρέχουσας κρίσης, ήδη οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα κορυφώνει μπορεί και άνω του 6,5% μέσα στην άνοιξη για να υποχωρήσει προς το επίπεδο του 4% τον ερχόμενο Δεκέμβριο.
Πολλά μπορούν να αλλάξουν έως τις 10 Μαρτίου και δεν αναμένεται κάποια έκτακτη απόφαση έως τότε, όμως η επιφυλακτικότητα έχει επιστρέψει στην ΕΚΤ. Ακόμη και πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στελέχη όπως ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Ιρλανδός Φίλιπ Λέιν και η Γερμανίδα, Ιζαμπέλ Σνάμπελ, είχαν επισημάνει τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις για την Ευρωζώνη. Και επειδή η κατάσταση στην Ουκρανία μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο ή να εισέλθει σε φάση αποκλιμάκωσης μέσω της διπλωματίας, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.