Η χθεσινή κατάρρευση των τιμών των μετοχών στη Wall Street, έδειξε ότι οι επενδυτές λειτούργησαν με χρονοκαθυστέρηση, μετά από την προχθεσινή ανοδική αντίδραση των αγορών, που ακολούθησε την απόφαση της Fed για την αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης. Και η αλήθεια είναι ότι η προχθεσινή ανοδική αντίδραση, είχε εκπλήξει τους πάντες. Την ίδια την Fed, τα οικονομικά στελέχη του Διεθνούς Νομισματικούς Ταμείου, τους τραπεζίτες, καθώς και τους μεγάλους επενδυτικούς οίκους που εξέφραζαν φόβους, για ένα γενικευμένο sell off. Και το sell off, άργησε μόνο μια ημέρα.
Στο χθεσινό κραχ της Wall Street, απεικονίζονται τρία σενάρια. Αυτό της αδύναμης ανάπτυξης, αυτό της ύφεσης και αυτό του στασιμοπληθωρισμού. Διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ισχυρή ανάπτυξη σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και υψηλού κόστους δανεισμού. Και ταυτόχρονα δεν μπορεί να υπάρξει άνοδος στα χρηματιστήρια, όταν δεν υπάρχει επαρκής ρευστότητα. Και αυτό είναι που συνειδητοποίησαν με διαφορά φάσης οι επενδυτές. Και ο συνωστισμός στην πόρτα της εξόδου οδήγησε τον Dow Jones στο -3,12%, τον S&P 500 στο -3,56% και το Nasdaq στο -4,99%.
Είναι φανερό, ότι η εποχή της άφθονης και φθηνής ρευστότητας, που είχε οδηγήσει στη «Γη της επενδυτικής και κερδοσκοπικής Επαγγελίας», αποτελεί παρελθόν. Οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν με τα συμβατικά όπλα που διαθέτουν, να αντιμετωπίσουν έναν αιχμηρό πληθωρισμό και μια υπολανθάνουσα ύφεση, που προέκυψαν ξαφνικά αμέσως μετά τη Ρωσική εισβολή στη Ουκρανία.
Όμως όπως έλεγε ο Abraham Maslow, που έμεινε γνωστός στην ιστορία για την θεωρία ιεράρχησης των ανθρώπινων αναγκών, «αν έχεις σαν εργαλείο μόνο ένα σφυρί, τότε τείνεις να βλέπεις όλα τα προβλήματα σαν καρφιά». Οι κεντρικές τράπεζες έχουν δυο σφυριά για να προλαμβάνουν ή και να διαχειρίζονται τις κρίσεις. Ωστόσο η σημερινή κρίση είναι εντελώς διαφορετική από κάθε προηγούμενη. Και τα σημερινά προβλήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν, ότι είναι μόνο «καρφιά».
Το πρώτο σφυρί των κεντρικών τραπεζών είναι η αυξομείωση των επιτοκίων και το δεύτερο σφυρί είναι η εναλλαγή πολιτικής ανάμεσα στην ποσοτική χαλάρωση και τη ποσοτική σύσφιξη.
Οι κεντρικές τράπεζες ορίζουν χαμηλά το επίπεδο των επιτοκίων σε μια προσπάθεια να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, να αυξήσουν τη ζήτηση και να στηρίξουν τις επενδύσεις. Ταυτόχρονα με τη νομισματική χαλάρωση αγοράζουν τίτλους από τις αγορές προσφέροντας «ρευστό». Σαν αποτέλεσμα δημιουργείται αφ’ ενός ένα θετικό επενδυτικό κλίμα που στηρίζεται στο χαμηλό κόστος χρήματος και αφ’ ετέρου ένα θετικό χρηματιστηριακό κλίμα, καθώς η άφθονη ρευστότητα διψά για αποδόσεις, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τον παράγοντα ρίσκο. Αυτό είναι κάτι που βίωσαν οι χρηματιστηριακές αγορές κατά τη διάρκεια του παρατεταμένου ανοδικού χρηματιστηριακού κύκλου, που έφτασε να στηρίζει αστρονομικές αποτιμήσεις και ουρανομήκεις προσδοκίες.
Όταν όμως οι κεντρικές τράπεζες διακρίνουν τον κίνδυνο του πληθωρισμού, που απαξιώνει τις περιουσίες και αποδυναμώνει τις οικονομίες και τα εισοδήματα των νοικοκυριών, τότε το «σφυρί» λειτουργεί διαφορετικά. Αυξάνει τα επιτόκια για να τιθασεύσει τη ζήτηση και ταυτόχρονα «αποσύρει» χρήμα από την αγορά. Σαν αποτέλεσμα, το υψηλότερο κόστος χρήματος αποθαρρύνει την κατανάλωση και τις επενδύσεις και αναπροσαρμόζει τις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων όπως είναι για παράδειγμα τα ακίνητα, οι αποταμιεύσεις και οι μετοχές. Επιπλέον, η μειωμένη ρευστότητα στερεί τις χρηματιστηριακές αγορές από την αναγκαία «καύσιμη ύλη», δηλαδή από τα νέα κεφάλαια των αγοραστών, που θα ωθήσουν προς τα πάνω τις τιμές των μετοχών.
Με τον δείκτη φόβου VIX να φλερτάρει με το ψυχολογικό επίπεδο των 31 μονάδων, η ανοδική διάσπαση του οποίου θα προβληματίσει ιδιαίτερα τις αγορές, γίνεται φανερό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό πέρασμα «από το φθηνό, στο ακριβό χρήμα» και μια εναλλαγή «από τη υψηλή στην περιορισμένη ρευστότητα». Έχουμε να κάνουμε με το παράδοξο της χρήσης κλασσικών εργαλείων, σε ένα περιβάλλον με χαρακτηριστικά, που δεν είναι κατά βάση οικονομικά.
Άραγε η αύξηση των επιτοκίων θα αλλάξει τη χειραγώγηση των τιμών των υδρογονανθράκων από το Κρεμλίνο; Άραγε η ποσοτική σύσφιξη, θα ανοίξει τον δρόμο για την απρόσκοπτη προμήθεια της Δύσης με βιομηχανικές πρώτες ύλες από τη Ρωσία; Φυσικά και όχι. Πιθανόν, τα σφυριά των κεντρικών τραπεζών, να μπορούν να κτυπήσουν τα συμπτώματα. Αδυνατούν όμως να κτυπήσουν τη γενεσιουργό αιτία.
Ουδείς γνωρίζει την διάρκεια και την πορεία του πολέμου. Ουδείς γνωρίζει χρονικά την στιγμή της υποχώρησης των τιμών των υδρογονανθράκων και των πρώτων υλών. Ουδείς μπορεί να προσδιορίσει την πορεία της παραγωγής των ημιαγωγών και των μπαταριών. Ουδείς μπορεί να εκτιμήσει την στιγμή της επιστροφής της αυτοκινητοβιομηχανίας ή της μεταλλουργίας, σε έναν κανονικό κύκλο παραγωγής. Ουδείς γνωρίζει την εξέλιξη των νέων οικονομικών ισορροπιών που διαμορφώνονται, των συμμαχιών που δομούνται και των νέων προτιμητέων εμπορικών σχέσεων, που αναδύονται εν μέσω της δημιουργίας ενός διαφορετικού οικονομικού περιβάλλοντος.
Στα μέσα Απριλίου στο άρθρο https://www.liberal.gr/economy/agores-sunechisi-tis-ptisis-i-archi-tis-ptosis/442785, είχαμε αναφέρει το κρίσιμο επίπεδο των 4.200 μονάδες για τον S&P 500, η καθοδική διάσπαση του οποίου θα δοκίμαζε τις αντοχές της ευρύτερης επενδυτικής κοινότητας. Η διάσπαση αυτή έχει συντελεστεί και τώρα βιώνουμε τη δοκιμή της αντοχής των επενδυτών.
Με τον δείκτη S&P 500 να διαπραγματεύεται κάτω από τις τιμές όλων των κινητών μέσων όρων, ακόμα και των εκθετικών, και τους χρηματιστηριακούς ταλαντωτές του να μην επιτρέπουν αισιόδοξες εκτιμήσεις, οι επενδυτές θα πρέπει να αναλογίζονται ότι ο S&P 500, έχει υποχωρήσει κατά μόλις -13%, από τα υψηλά που είχε καταγράψει το Δεκέμβριο του 2021 και ότι βρίσκεται στο +80% από τη βύθιση του 2020 λόγω του covid-19.
Αυτά τα ποσοστά, που καταγράφουν το πόσο «κάτω» βρίσκεται ο S&P 500 από τα υψηλά, αλλά και το πόσο «πάνω» βρίσκεται από τα χαμηλά, καθορίζουν τα στατικά ψυχολογικά όρια των τιμών, που θέτουν οι επενδυτές στο μυαλό τους. Ωστόσο η πραγματικότητα, θέτει και αυτή τα δικά της δυναμικά όρια, που διαμορφώνονται και μεταβάλλονται καθημερινά. Και αυτό φάνηκε χθες.