Είναι πλέον γνωστό σε όλο το επενδυτικό κοινό, πως το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους ήταν, από πλευράς αποδόσεων, από τα χειρότερα όλων των εποχών. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν ήταν το χειρότερο από την εποχή του προέδρου Νίξον (των ΗΠΑ), ή από την περίοδο που ο Γουόρεν Μπάφετ ήταν έφηβος.
Σημασία έχει πως για τις περισσότερες κατηγορίες επενδύσεων, οι απώλειες ήταν πολύ μεγάλες. Μόνο όσοι είχαν επενδύσει στις ενεργειακές πρώτες ύλες και τις μετοχές των εταιρειών που ασχολούνται με αυτές, ή είχαν φροντίσει να πουλήσουν τα μετοχικά ή ομολογιακά χαρτοφυλάκιά τους, μπόρεσαν να πετύχουν σημαντικά κέρδη. Τώρα όμως ξεκίνησε το δεύτερο εξάμηνο και αυτό είναι το μόνο που πρέπει να μας απασχολεί. Το πρόβλημα είναι πως δεν φαίνεται να ξεκινά πολύ διαφορετικά από το τέλος του πρώτου. Οι περισσότερες αγορές δεν πηγαίνουν καλά, ειδικά στην Ευρώπη, η νευρικότητα κυριαρχεί, και όλοι νοιώθουν πως τους βαραίνει κάτι.
Αν εξαιρέσει κανείς το ευρωπαϊκό φυσικό αέριο, το οποίο ανεβαίνει για τους γνωστούς γεωπολιτικούς λόγους, σχεδόν τα πάντα πέφτουν ή δεν μπορούν να ανεβούν. Στο κλαμπ των αρνητικών αποδόσεων έχουν αρχίσει να μπαίνουν και οι πετρελαϊκές και ενεργειακές εταιρείες και τα περισσότερα εμπορεύματα, μέταλλα, αγροτικά προϊόντα, ακόμα και το πετρέλαιο και η βενζίνη. Τι συμβαίνει εδώ, ποιος είναι ο λόγος που βλέπουμε αυτή τη συμπεριφορά των αγορών;
Τα πράγματα φαίνεται πως είναι σχετικά απλά. Για αρκετούς μήνες, ο βασικός φόβος των αγορών ήταν ο ξέφρενος πληθωρισμός και οι αυξήσεις επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών που είναι απαραίτητες για την καταπολέμησή του. Οι αυξήσεις επιτοκίων φέρνουν πάντα λιγότερο και ακριβότερο χρήμα, περιορισμό της ρευστότητας και κακό κλίμα στις αγορές. Από τα μέσα του Ιουνίου, όταν η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ανέβασε τα επιτόκια κατά 0,75% θορυβημένη από την αντοχή του πληθωρισμού τον Μάιο, φαίνεται πως οι αγορές κοιτούν πλέον κάτι άλλο. Θεωρούν πως το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου των επιτοκίων και της μείωσης της ρευστότητας είναι πλέον προεξοφλημένο από τους επενδυτές και ανησυχούν για τις συνέπειες των υψηλότερων επιτοκίων στην οικονομία και όχι στα χρηματιστήρια.
Η μεγάλη πλειοψηφία των επενδυτών πιστεύει πως η οικονομική ανάπτυξη είναι σχεδόν μηδενική και μεγάλο μέρος τους εκτιμά πως τους επόμενους μήνες θα δούμε και συρρίκνωση της οικονομίας, θα μπούμε δηλαδή σε ύφεση. (Για να μην παρεξηγηθούμε, αναφερόμαστε κυρίως στις δυτικές οικονομίες, περισσότερο στις ΗΠΑ, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη). Μάλιστα, ορισμένοι διαχειριστές κεφαλαίων υποστηρίζουν πως η ύφεση είναι ήδη μαζί μας.. Αυτό φαίνεται και από τη σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των κρατικών αμερικανικών ομολόγων το τελευταίο εικοσαήμερο. Ενώ οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων είχαν πλησιάσει το 3,5% αμέσως μετά την αύξηση των επιτοκίων που ανακοίνωσε η Fed στα μέσα Ιουνίου, σύντομα υποχώρησαν σημαντικά και έχουν επιστρέψει σε επίπεδα κάτω από 3%.
Αυτό δείχνει πως οι αγορές ομολόγων εκτιμούν πως η οικονομία θα αδυνατίσει σύντομα και η Fed θα σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς πιο γρήγορα απ’ όσο φανταζόμαστε πριν μερικές εβδομάδες. Κάτι τέτοιο δείχνει μάλλον και η σημαντική υποχώρηση των τιμών στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, με τον χαλκό να έχει υποχωρήσει κατά σχεδόν 20% μέσα σε λιγότερο από είκοσι μέρες και πολλά άλλα να έχουν σημειώσει παρόμοια, ή ακόμα μεγαλύτερη, πτώση.
Το δεύτερο που αρχίζουν τώρα να κοιτούν οι αγορές είναι η πορεία της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και οι συνέπειες που θα έχουν σε αυτήν ο πληθωρισμός, τα ανεβασμένα επιτόκια και η δυσκολία των πολιτών να ανταπεξέλθουν στα αυξημένα έξοδα, για να μην ξεχνάμε και τη διαταραχή στη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων που μπορεί να υποχωρεί σταδιακά αλλά είναι ακόμα μαζί μας. Τουλάχιστον στις αμερικανικές αγορές, αυτοί είναι οι βασικοί προβληματισμοί των επενδυτών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου προβληματισμού μας έχει δώσει ο Michael Bury, τις απόψεις του οποίου για την αναγκαστική παύση στην πορεία αύξησης των επιτοκίων φιλοξενήσαμε προ ημερών. Όμως, ο Burry δεν σταμάτησε εκεί και επανήλθε με νέα ανάρτησή του στο Twitter, όπου υποστήριξε πως η πτώση των χρηματιστηριακών αγορών βρίσκεται μόνο στη μέση της πορείας της, καθώς δεν έχει αρχίσει ακόμα να ενσωματώνει τη σημαντική μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που θα δούμε σύντομα μπροστά μας.
Αν σε αυτά προσθέσουμε την ευρωπαϊκή αγωνία για το τι θα γίνει με τη ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς τη Γερμανία (κυρίως) μετά τη λήξη της συντήρησης του αγωγού Nord Stream 1, καταλαβαίνουμε γιατί οι αγορές είναι τόσο ανήσυχες και νευρικές. Δεν είναι λίγο να φοβόμαστε πως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης μπορεί ξαφνικά να βρεθεί σε κατάσταση συναγερμού και να αναγκαστεί να μοιράζει το ηλεκτρικό ρεύμα και τα καύσιμα με δελτίο. Γι’ αυτό οι μετοχές των βιομηχανικών εταιρειών της Γερμανίας ακολουθούν έντονα πτωτική πορεία, παρασύροντας τις υπόλοιπες μετοχές στη χώρα τους αλλά και τα πιο πολλά ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
Αυτοί είναι, λίγο πολύ, οι σκοποί πάνω στους οποίους χορεύουν οι αγορές και οι επενδυτές αυτές τις πρώτες μέρες του δεύτερου εξαμήνου του 2022. Μέσα στον Ιούλιο θα πάρουμε μία πρώτη γεύση και ίσως μάθουμε αν οι φόβοι είναι εντελώς δικαιολογημένοι ή κάπως υπερβολικοί. Στις 13 Ιουλίου θα ανακοινωθούν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ για τον Ιούνιο που μόλις πέρασε. Αν μέσα σε αυτά εμφανιστούν στοιχεία που να υποδηλώνουν υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων, μπορεί να δούμε μια χαλάρωση της στάσης της Fed. Αυτό θα ανακουφίσει λίγο τις αγορές, γιατί ήδη φοβούνται πως η πολύ επιθετική πολιτική αύξησης των επιτοκίων αναφοράς πιέζει πολύ την οικονομία και τη σπρώχνει προς την ύφεση.
Εκείνες τις ημέρες, θα αρχίσει και η ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων των εταιρειών που είναι εισηγμένες στα αμερικανικά χρηματιστήρια, οπότε θα πάρουμε μία πρώτη γεύση των εκτιμήσεων των διοικήσεων τους για την εξέλιξη της κερδοφορίας τους στο υπόλοιπο της χρονιάς και θα μπορούμε να εκτιμήσουμε αν οι σχετικοί φόβοι που εκφράζονται τελευταία έχουν βάση. Από την 21η Ιουλίου και μετά, θα έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε αν οι εκτιμήσεις της γερμανικής κυβέρνησης περί διακοπής της ροής φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream 1 ήταν σωστές ή όχι.
Καθώς πλησιάζουμε προς αυτές τις ημερομηνίες, η νευρικότητα και η ανησυχία δεν θα είναι εύκολο να υποχωρήσουν πολύ. Από κει και ύστερα, αν οι απαντήσεις που θα πάρουμε από το μέτωπο του πληθωρισμού και της κατάστασης της οικονομίας, της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και της ενεργειακής επάρκειας στην Ευρώπη είναι θετικότερες του αναμενόμενου, τότε μπορούμε να περιμένουμε μία αλλαγή κλίματος. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να νοσταλγήσουμε το πρώτο εξάμηνο του φετινού χρηματιστηριακού έτους.