Λίγο πριν δώσει το υφεσιακό του σήμα, ο χαλκός άλλαξε και πάλι κατεύθυνση, με μία εντυπωσιακή άνοδο μέσα σε πολύ λίγες μέρες. Η σταδιακή επιστροφή της κινεζικής οικονομίας σε φυσιολογικούς ρυθμούς λειτουργίας μάλλον έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Ίσως όμως να είναι πιο χρήσιμο να ρίξουμε μία ματιά στις προοπτικές για την προσφορά και την ζήτηση τα επόμενα χρόνια, καθώς θα αντιληφθούμε πως οι σημερινές τιμές του χαλκού μπορεί σύντομα να μας φαίνονται πολύ χαμηλές.
Πριν μερικές ημέρες είχαμε προβληματιστεί από την πολύ κακή χρηματιστηριακή συμπεριφορά του χαλκού, ο οποίος έπεφτε σχεδόν καθημερινά για έναν ολόκληρο μήνα. Είχαμε πει τότε πως αν η τιμή του κόκκινου μετάλλου έπεφτε κάτω από τα 4 δολάρια/λίβρα, θα έπρεπε να υποθέσουμε πως αυτή η κίνηση θα ήταν ένα μήνυμα προαναγγελίας ύφεσης για την διεθνή οικονομία.
Δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ για να διαπιστώσουμε πως οι φόβοι μας ήταν υπερβολικοί, καθώς σχεδόν αμέσως άρχισε μία ανοδική κίνηση που έφερε σταδιακά τον χαλκό από τα 4,10 δολάρια/λίβρα προς τα 4,30 από τα οποία ξέφυγε την 2η Ιουνίου με μία απότομη κίνηση προς τα 4,50 δολάρια/λίβρα, για να σταθεροποιηθεί στην συνέχεια ανάμεσα από τα 4,30 και 4,45 δολάρια. Γνωρίζοντας την στενή σχέση της πορείας του χαλκού με τις εξελίξεις στο πεδίο της οικονομίας, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας το μήνυμα και να πούμε πως ο Dr. Copper δεν φοβάται ούτε ύφεση ούτε σοβαρή επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο λόγος για τον οποίον είδαμε την απότομη και δυνατή ανάκαμψη της τιμής του χαλκού είναι μάλλον προφανής: η κινεζική οικονομία επανέρχεται σταδιακά προς τους φυσιολογικούς ρυθμούς λειτουργίας της, καθώς τα περιοριστικά μέτρα για την αποτροπή της εξάπλωσης της πανδημίας είναι πλέον λιγότερο αυστηρά. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να δούμε μία νέα υποχώρηση της τιμής του χαλκού προς την περιοχή των τεσσάρων δολαρίων/λίβρα και η ισχυρή ανάκαμψη της τιμής του να αποδειχθεί βραχύβια, αλλά σήμερα θα ασχοληθούμε περισσότερο με το μέλλον παρά με το παρόν του.
Είναι γενικά παραδεκτό πως ο χαλκός αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στην μετάβαση προς την πράσινη οικονομία, την ηλεκτροκίνηση και την σταδιακή απομάκρυνση από τα υγρά καύσιμα και τις μηχανές εσωτερικής καύσης. Η παρουσία του στα καλώδια μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και σε όλες τις μπαταρίες των ηλεκτρικών οχημάτων είναι δύο μόνο από τις «πράσινες» χρήσεις του.
Πέρα όμως από αυτή την ποιοτική προσέγγιση, καλό είναι να προσπαθήσουμε να δούμε την κατάσταση με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο, να κάνουμε δηλαδή και μία «ποσοτική» προσέγγιση. Οδηγός μας σήμερα θα είναι ορισμένα στοιχεία που βρήκαμε σε δύο συζητήσεις που είχαν με συνεργάτες του Bloomberg δύο από τα πιο βασικά στελέχη του τμήματος ανάλυσης των αγορών εμπορευμάτων της αμερικανικής τράπεζας Goldman Sachs. Ο Jeff Currie, επικεφαλής του τμήματος και ο Nicholas Snowdon ο οποίος ηγείται της ομάδας των αναλυτών που ασχολούνται με τα μέταλλα.
Η άποψή τους είναι ξεκάθαρη: για τα επόμενα χρόνια η ζήτηση για χαλκό θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την προσφορά, η οποία θα είναι πολύ δύσκολο να αυξηθεί, για διάφορους λόγους. Όπως μας λένε, η κατανάλωση χαλκού για το 2022 αναμένεται να ανέλθει στα 24 εκατομμύρια τόνους. Από αυτούς, τα 22,5 εκατομμύρια αντιστοιχούν σε «παραδοσιακές» χρήσεις του μετάλλου και τα υπόλοιπα 1,5 εκατομμύρια στις «πράσινες» χρήσεις.
Οι πράσινες χρήσεις αναμένεται να απορροφήσουν διπλάσιες ποσότητες χαλκού το 2025, περίπου τρία εκατομμύρια τόνους, ενώ μέχρι το 2030 η πρόβλεψη είναι για περίπου επτά εκατομμύρια τόνους. Για το ίδιο διάστημα, δεν αναμένεται να μειωθεί η ζήτηση χαλκού για «παραδοσιακές» χρήσεις, ειδικά αν εφαρμοστούν τα μεγάλα προγράμματα εκσυγχρονισμού των υποδομών σε όλον τον δυτικό κόσμο και αν συνεχιστεί η έντονη ανάπτυξη στην Ασία, την Αφρική και την Λατινική Αμερική.
Ο Snowdon υποστηρίζει πως μέχρι το 2025 η ζήτηση θα ανεβαίνει σταθερά περισσότερο από την προσφορά με αποτέλεσμα να φθάσουμε στην μεγαλύτερη ανισορροπία μεταξύ τους στην ιστορία. Εκτιμά μάλιστα πως αυτό θα συνεχιστεί και μετά το 2025 και η ανισορροπία υπέρ της ζήτησης θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Την άποψή του περί μεγάλης ανισορροπίας την βασίζει στην εκτίμηση πως η προσφορά θα είναι πολύ δύσκολο να αυξηθεί, για διάφορους λόγους, κάποιοι από τους οποίους μας θυμίζουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Κατ’ αρχάς, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ λίγες νέες επενδύσεις σε ορυχεία.
Σε αυτό έχει σίγουρα συμβάλλει το αρνητικό κλίμα απέναντι στις μεταλλευτικές δραστηριότητες (εν μέρει οφειλόμενο και στο επενδυτικό κίνημα ESG), παρά το γεγονός πως οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις έχουν κάνει μεγάλη τεχνολογική πρόοδο στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Σημαντικό αρνητικό ρόλο έχει παίξει, και συνεχίζει να παίζει, η τάση των μεγάλων θεσμικών επενδυτών να προτιμούν την σιγουριά των καλών οικονομικών αποτελεσμάτων των μεταλλευτικών επιχειρήσεων από τον επενδυτικό κίνδυνο της αναζήτησης νέων ορυχείων και της επέκτασης των υφισταμένων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πριν σχεδόν δέκα χρόνια πολλές από τις εταιρείες που λειτουργούν τα ορυχεία χαλκού αντιμετώπισαν το φάσμα της χρεωκοπίας, σαν αποτέλεσμα του μεγάλου δανεισμού που είχαν αναλάβει στα πλαίσια της επέκτασης των δραστηριοτήτων τους και της αύξηση της παραγωγής. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την σκλήρυνση της στάσης των χωρών που έχουν πλούσια κοιτάσματα χαλκού στο υπέδαφός τους, οι οποίες έχουν κάνει αρκετά πιο χρονοβόρες τις διαδικασίες αδειοδότησης νέων ορυχείων και βέβαια προσπαθούν να πετύχουν πολύ καλύτερους οικονομικούς όρους συνεργασίας για να γεμίσουν τα κρατικά ταμεία.
Κάτι άλλο που επισημαίνεται από τους αναλυτές είναι η έλλειψη νέων ανθρώπων που να έχουν εκπαιδευθεί σε μεταλλευτικό αντικείμενο, καθώς ο συγκεκριμένος τομέας δεν είναι και πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στους υποψήφιους φοιτητές.
Όσον αφορά στο που μπορεί να φτάσει η τιμή του χαλκού σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους για την προσφορά και την ζήτηση, οι δύο αναλυτές εκτιμούν πως θα φτάσει, τα επόμενα χρόνια, τουλάχιστον στα 6,50 δολάρια/λίβρα, από τα περίπου 4,50 στα οποία βρισκόμαστε τώρα. Αυτή η εκτίμηση μπορεί να αποδειχθεί πολύ συντηρητική αν δεν αρχίσει γρήγορα μία σοβαρή προσπάθεια για την συνεννόηση μεταξύ όλων των παραγόντων της αγοράς χαλκού με σκοπό την σύναψη μακροχρόνιων συμβολαίων με τους χαλκωρύχους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό κατά τον Snowden, γιατί θα διευκολύνει την επέκταση των δραστηριοτήτων εξόρυξης, καθώς θα μειώνει πολύ τον επιχειρηματικό κίνδυνο για την εταιρεία που θα θελήσει να λειτουργήσει ένα νέο ορυχείο ή να επεκτείνει ένα υφιστάμενο.
Οι εκτιμήσεις των δύο ειδικών δεν μας φαίνονται παράλογες και συμφωνούμε με το συμπέρασμά τους σχετικά με την μελλοντική πορεία της τιμής του χαλκού, ειδικά αν συνεχιστεί η καθυστέρηση στην ανάπτυξη και λειτουργία νέων ορυχείων που θα αυξήσουν την παραγωγή. Αυτό είναι φυσικά το κλειδί της υπόθεσης, το πόσο γρήγορα θα μπορέσει να αυξηθεί η προσφορά. Όσο δεν ακούμε νέα για αποφάσεις δημιουργίας νέων ορυχείων ή επέκταση υφισταμένων, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τις προβλέψεις της Goldman Sachs για την τιμή του μετάλλου.
Όπως τονίζουν, το πρόβλημα δεν είναι πως δεν υπάρχει αρκετός χαλκός στον φλοιό της γης, ούτε πως είναι πολύ δύσκολο να τον βγάλουμε από εκεί. Απλώς πρέπει να αποφασίσουμε να το κάνουμε. Όσο περισσότερο καθυστερούμε, τόσο πιο πολύ θα μας κοστίσει η «πράσινη μετάβαση», της οποίας είναι το πιο απαραίτητο συστατικό. Η αλήθεια είναι βέβαια πως ήδη μας κοστίζει λίγο περισσότερο του επιθυμητού!