Παρά το θετικό ξεκίνημα οι δείκτες της Wall Street στην πορεία της συνεδρίασης πέρασαν σε αρνητικό έδαφος όπου και ολοκλήρωσαν τις συναλλαγές τους, καθώς η περαιτέρω αντιστροφή της καμπύλης των αμερικανικών τίτλων προκάλεσε νευρικότητα στους επενδυτές, εντείνοντας τις ανησυχίες για επερχόμενη ύφεση.
Ειδικότερα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones, που κατέγραφε κέρδη έως και 155 μονάδων τελικά έχασε 120 μονάδες και τερμάτισε στις 25.777 υποχωρώντας κατά 0,47%. Παρόμοια πορεία ακολούθησαν και οι άλλοι δύο δείκτες, που διέγραψαν τα αρχικά τους κέρδη και ολοκλήρωσαν τις συναλλαγές τους με αρνητικά πρόσημα, με τον διευρυμένο S&P να κλείνει στις 2.869 μονάδες καταγράφοντας απώλειες 0,32%, όπως και ο τεχνολογικός Nasdaq και ολοκλήρωσε στις 7.826 μονάδες.
Η βασική εξέλιξη που οδήγησε σε ρευστοποιήσεις ήταν η επιπλέον αντιστροφή των αποδόσεων των αμερικανικών τίτλων, η οποία έφτασε στο χειρότερο σημείο της από το 2007 υπό τις ανησυχίες που προκαλούν οι χειρισμοί του προέδρου Τραμπ στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, το δεκαετές ομόλογο των ΗΠΑ υποχωρούσε κατά 6 μονάδες βάσης με την απόδοσή του να διαμορφώνεται στο 1.484%, ενώ την ίδια ώρα ο διετής τίτλος βρέθηκε στο 1.528% έχοντας υποχωρήσει κατά 2,3 μονάδες βάσης.
Σημειώνεται ότι η καμπύλη απόδοσης των κρατικών ομολόγων μια χώρας είθισται να είναι θετική, καθώς οι επενδυτές αναμένουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τους μακροπρόθεσμους τίτλους ως αντιστάθμισμα έναντι των πληθωριστικών τάσεων και της αβεβαιότητας της νομισματικής πολιτικής. Αντίθετα, η αρνητική καμπύλη δείχνει ανησυχίες για την «υγεία» της οικονομίας και εκλαμβάνεται ως συνήθως αξιόπιστη ένδειξη επερχόμενης ύφεσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η περαιτέρω αντιστροφή της καμπύλης οδήγησε σε πιέσεις κυρίως στις τραπεζικές μετοχές των ΗΠΑ, με τον τίτλο της Bank of America να υποχωρεί κατά 1,16%, της JP Morgan Chase κατά 1,09%, ενώ απώλειες 1,69% είχε η μετοχή της Citigroup.
Αρχικά πάντως σήμερα, θετική επίδραση στην επενδυτική διάθεση είχε ασκήσει η είδηση ότι η Κίνα ανακοίνωσε σήμερα μέτρα για την τόνωση της κατανάλωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ενδεχόμενη άρση των περιορισμών στις εισαγωγές αυτοκινήτων στο προσεχές μέλλον.
Γενικά η αγορά συνεχίζει να κινείται ποντάροντας στην επανέναρξη των συνομιλιών ΗΠΑ-Κίνας για τις εμπορικές τους σχέσεις, όπως προανήγγειλε ο Ντόναλντ Τραμπ στο περιθώριο της G7. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι το Πεκίνο ήλθε σε επαφή με Αμερικανούς αξιωματούχους αρμόδιους για τις εμπορικές σχέσεις, ζητώντας να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Την είδηση επιβεβαίωσε εν μέρει από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Λιου Χε και βασικός διαπραγματευτής της Κίνας, ο οποίος επανέλαβε ότι το Πεκίνο είναι έτοιμο να επιλύσει με διαβουλεύσεις το πρόβλημα με τους εμπορικούς δασμούς.
Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών συνεχίζει να αρνείται την ύπαρξη των τηλεφωνικών επικοινωνιών που επικαλέστηκε ο Ντ. Τραμπ για να υποστηρίξει τη θέση του. «Δεν έχω ακούσει κάτι σχετικά με τα δύο τηλεφωνήματα που έχουν αναφερθεί από την αμερικανική πλευρά», ανέφερε χαρακτηριστικά σήμερα εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ. Επιπλέον, ο ίδιος επισήμανε ότι η τελευταία απόφαση των ΗΠΑ να αυξήσουν τους δασμούς ασκεί «μεγάλη πίεση που πλήττει και τις δύο πλευρές και δεν είναι καθόλου εποικοδομητική».