Νέα βουτιά στους αμερικανικούς δείκτες

Νέα βουτιά στους αμερικανικούς δείκτες

Ισχυρή πτώση σημείωσαν οι δείκτες της Wall Street συνεχίζοντας για δεύτερη διαδοχική ημέρα την καθοδική τους πορεία, σε μια ένδειξη ανησυχίας από πλευράς των επενδυτών για μια ενδεχόμενη αύξηση στα επιτόκια και το κόστος χρήματος για τις επιχειρήσεις, αλλά και μια επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.

Ταυτόχρονα πιέσεις δέχθηκε το δολάριο ενώ το πετρέλαιο συνέχισε την άνοδό του προς τα 100 δολάρια, και ο χρυσός που αποτελεί παραδοσιακό ασφαλές καταφύγιο κατέγραψε σήμερα τα υψηλότερα κέρδη εδώ και τουλάχιστον μια διετία διασπώντας το επίπεδο των 1200 δολαρίων, μια κίνηση που δείχνει ότι οι επενδυτές μετακινούν κεφάλαια από τις μετοχές σε πιο ασφαλείς επενδύσεις όπως τα πολύτιμα μέταλλα και τα ομόλογα.

Ο βιομηχανικός Dow Jones έχασε 545 μονάδες και ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση στις 25.052 μονάδες. Είναι χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατεί ότι μέσα σε δύο ημέρες έχει χάσει περίπου 1400 μονάδες.

Ο S&P 500 υποχώρησε 2,05% στις 2.728 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq υποχώρησε 1,25% στις 7.329 μονάδες.

Η συνεδρίαση στις ΗΠΑ χαρακτηρίστηκε από πολύ έντονη μεταβλητότητα με τον Dow Jones να καταγράφει διακύμανση περίπου 600 μονάδων, και την αγορά να εισπράττει από νωρίς ήδη μηνύματα περαιτέρω σκλήρυνσης της πολιτικής Τραμπ στο μέτωπο του εμπορικού πολέμου.

Ο Αμερικάνος πρόεδρος ήταν εκείνος άλλωστε που νωρίτερα προκάλεσε μεγαλύτερη αναταραχή αφενός με την επίθεσή του στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ και αφετέρου βαυκαλιζόμενος για τα προβλήματα που οι ΗΠΑ προκαλούν στην κινέζικη οικονομία μέσω των δασμών και προαναγγέλοντας ότι μπορεί να προκαλέσει “ακόμη περισσότερα”. «Έζησαν (οι Κινέζοι) για πολύ καιρό καλύτερα απ'' ό,τι θα ''πρεπε και ειλικρινά νομίζω ότι θεωρούν τους Αμερικανούς ανόητους», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, δείχνοντας τις προθέσεις του για νέες «κυρώσεις». 

Αναλυτές εκτιμούν ότι οι επενδυτές έχουν πλέον αρχίσει να προεξοφλούν την προοπτική επιβράδυνσης της αμερικανικής και κατ'' επέκταση της διεθνούς οικονομίας λόγω της τάσης αύξησης των επιτοκίων που μετά από μια μακρά περίοδο φτηνού χρήματος θα δυσκολέψει σημαντικά τις επιχειρήσεις.