Ως συνήθως η ελληνική αγορά έσπευσε να «τιμωρήσει» χρηματιστηριακά δυσανάλογα τον τραπεζικό κλάδο ακολουθώντας το μοτίβο το οποίο παρακολουθούμε σε κάθε πτώση της εγχώριας αγοράς. Ένα από τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το γύρο των πωλήσεων ήταν η αδυναμία των τραπεζών να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα κεφάλαια για την κάλυψη των αναγκών του δείκτη Ελάχιστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων ή κατά το ελληνικότερον MREL. Η αλήθεια για το συγκεκριμένο δείκτη είναι διαφορετική.
Από το 2015 οι εποπτικοί μηχανισμοί των Ευρωπαϊκών Τραπεζών συνέταξαν ένα πλάνο κεφαλαιακής διάρθρωσης των τραπεζών ώστε σε περίπτωση χρεοκοπίας οι καταθέσεις των πολιτών να διατρέχουν τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο. Μια τράπεζα είναι χρεοκοπημένη όταν δεν μπορεί να αναπληρώσει τα ελάχιστα εποπτικά κεφάλαια που θέτει ο νομοθέτης. Με βάση αυτό το πλάνο οι μέτοχοι είναι οι πρώτοι που καλούνται να ανακεφαλαιοποίησουν και να συμπληρώσουν τους δείκτες φερεγγυότητας, εν συνεχεία είναι οι ομολογιούχοι με σειρά ανάλογα με τις καλύψεις και τον χαρακτηρισμό των ομολόγων, μετά οι καταθέτες και τέλος το κράτος.
Το ύψος των ομολόγων που πρέπει να έχει μια τράπεζα στον ισολογισμό της καθορίζεται κυρίως από τα έντοκα στοιχεία ενεργητικού. Το μέγεθος αυτό αθροιζόμενο με την αξία των βασικών κεφαλαίων φερεγγυότητας (CET-1) εκτιμάται ότι θα πρέπει να βρίσκεται στο 25-27%. Εξυπακούεται ότι όσο πιο ψηλά είναι ο βασικός δείκτης CET-1 τόσο λιγότερα κεφάλαια σε ομόλογα αυτού του τύπου χρειάζονται οι τράπεζες για την κάλυψη της οδηγίας MREL.
Ο επόπτης ωστόσο δεν απαιτεί την ύπαρξη των κεφαλαίων από την ημέρα «μηδέν» αλλά δίνει ένα εύλογο χρονικό διάστημα για την έκδοση των ομολόγων. Το χρονικό διάστημα έχει ημερομηνία λήξης το 2025. Μέχρι τότε το αναλογούν απόθεμα των «προληπτικών ομολόγων» που οφείλουν να έχουν οι ελληνικές τράπεζες στον ισολογισμό τους είναι 15 δις ευρώ. Από αυτά έχουν ήδη εκδοθεί 4 δις ευρώ τα οποία είναι εντός του πλάνου για το 2022 (η Εθνική Τράπεζα έχει πιάσει και το στόχο για το 2023).
Θεωρητικά επιμερίζοντας τα 11 δις που απομένουν για τις 4 τράπεζες μιλάμε για εκδόσεις της τάξεως των 750 εκατ. ευρώ για κάθε μία τράπεζα σε κάθε ένα από τα επόμενα 3,5 χρόνια που απομένουν. Σε επιμέρους επίπεδο το μέγεθος των εκδόσεων φαίνεται διαχειρίσιμο ωστόσο προϋποθέτει την παρουσία διεθνών επενδυτών αφού τα χαρακτηριστικά των εκδόσεων απευθύνονται κυρίως σε χαρακτηρισμένους «ειδικούς» επενδυτές.
Για τις τράπεζες η έκδοση των ομολόγων για την κάλυψη των απαιτήσεων του MREL δεν μπορεί να γίνει βιαστικά διότι συνεπάγεται και ένα επιτοκιακό κόστος το οποίο πρέπει να ισοσκελιστεί με κάποιο έσοδο μεγαλύτερης ή τουλάχιστον ίσης απόδοσης. Σε ένα περιβάλλον αύξησης επιτοκίων οι τράπεζες θα αναγκάζονταν να εκδώσουν ακριβά ομόλογα, να πληρώνουν δηλαδή υψηλό κουπόνι με ότι αυτό συνεπάγεται για την κερδοφορία τους. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν το πλεονέκτημα να αναζητούν δανειακά κεφάλαια σε μια κομβική στιγμή που η χώρα βρίσκεται κοντά στην επενδυτική βαθμίδα.
Άρα δεν είναι και τόσο προς το συμφέρον τους να κλείσουν από τώρα τα κεφάλαια που χρειάζονται για την κάλυψη των κεφαλαιακών τους αναγκών. Η συνταγή ενδεχομένως των κοντινών λήξεων (διετία – τριετία) να αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση στην τωρινή συγκυρία. Τέλος, μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει κάποιο πέναλτι ή ποινή που να επικρέμεται σε όποια τράπεζα δεν συμμορφωθεί με τη συμπλήρωση των σχετικών κεφαλαιακών απαιτήσεων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι φθάνοντας στο χρονικό ορόσημο του 2025 ο επόπτης μπορεί να ζητήσει την αύξηση των βασικών κεφαλαίων εξετάζοντας την ποιότητα του ενεργητικού ή άλλα στοιχεία που καθορίζουν τη φερεγγυότητα των τραπεζών.
Επομένως, τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα όσο η αρχική ανάγνωση του «11 δις ευρώ ψάχνουν οι ελληνικές τράπεζες» αφήνει σαν εντύπωση. Και χρόνος υπάρχει και ευκαιρίες για καλύτερη τιμολόγηση θα υποστηρίξουν το εγχείρημα.