Ο Terry White είναι ένας επιτυχημένος βρετανός διαχειριστής κεφαλαίων. Το Fundsmith Equity Fund, με καθαρή αξία επενδύσεων κοντά στα 30 δισεκατομμύρια λίρες Αγγλίας, το οποίο διευθύνει από την έναρξη λειτουργίας του τον Νοέμβριο του 2010, έχει πετύχει πολύ υψηλές αποδόσεις. Η ετήσια απόδοσή του από τότε μέχρι τώρα είναι 18,6% και η συνολική απόδοση είναι 570%, σχεδόν διπλάσια από την απόδοση του δείκτη MSCI World, που αποτελεί το μέτρο σύγκρισης. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η διαφορά από τη μέση απόδοση των υπόλοιπων αμοιβαίων κεφαλαίων της ίδιας κατηγορίας. Οι εντυπωσιακές επιδόσεις του White τον έχουν κάνει πολύ γνωστό στην Αγγλία, και πολύ δημοφιλή ανάμεσα στους ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι διαβάζουν με πολύ ενδιαφέρον τις ετήσιες επιστολές του προς τους μεριδιούχους.
Πριν λίγες μέρες δημοσιοποιήθηκε η φετινή σχετική επιστολή, στην οποία απολογήθηκε διότι η επίδοση του αμοιβαίου κεφαλαίου για το 2021 ήταν ελάχιστα χαμηλότερη από την αντίστοιχη του δείκτη MSCI World και αναφέρθηκε και στις επιδόσεις μερικών από τις μετοχές που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο του Fundsmith Equity Fund. Στην ουσία αναφέρθηκε στις πέντε καλύτερες και τις πέντε χειρότερες μετοχές του χαρτοφυλακίου. Δε θα αναφερθούμε σε όλες αυτές, αλλά μόνο σε μία. Στην Unilever (ULVR LONDON, UNA AMSTERDAM, UL NYSE).
Η πολύ μεγάλη, αγγλική πλέον, εταιρεία, με πολύ ισχυρή παρουσία σε πάρα πολλούς τομείς καταναλωτικών προϊόντων, όπως τροφίμων, ειδών προσωπικής φροντίδας και οικιακών καθαριστικών, ανήκει στην κατηγορία των πέντε χειρότερων μετοχών για το 2021. Ο White δεν περιορίστηκε σε μία απλή αναφορά στις κακές επιδόσεις της μετοχής, αλλά εξέθεσε την άποψή του για τους λόγους της υστέρησής της. Για να το πούμε κάπως κομψά, η άποψη του Άγγλου διαχειριστή πηγαίνει κόντρα σε ορισμένες από τις επικρατέστερες, αυτή την εποχή, αντιλήψεις στις δυτικές κοινωνίες και την παγκόσμια βιομηχανία διαχείρισης κεφαλαίων.
Ο White υποστηρίζει πως η διοίκηση της επιχείρησης προσπαθεί, υπερβολικά κατ’ αυτόν, να πείσει με κάθε τρόπο τους θεσμικούς επενδυτές και την κοινή γνώμη πως βρίσκεται στην πρωτοπορία όσον αφορά αυτό που έχουμε μάθει να αποκαλούμε γενικά ESG. Χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην απόφαση της εταιρείας να προσπαθήσει να δείξει πως κάθε προϊόν της έχει έναν λόγο ύπαρξης που σχετίζεται με τις αρχές του ESG. Λοιδορώντας αυτή την τακτική, ο White αναρωτήθηκε για ποιόν λόγο θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης της μαγιονέζας Hellmann’s, πέρα από τη χρήση της σε σάντουιτς και σαλάτες.
Αν καταλαβαίνουμε καλά ο White λέει πως η επιλογή της Unilever να γίνει πρωτοπόρος σε θέματα αειφορίας, προστασίας του περιβάλλοντος, κοινωνικής ευαισθησίας κ.λπ. δεν ωφελεί την επιχείρηση, η οποία σπαταλά πολύτιμο χρόνο κάνοντας πράγματα που δεν είναι υποχρεωμένη να κάνει και τα οποία στην ουσία δε ζητούν οι πελάτες. Συνεχίζοντας την προσπάθεια ερμηνείας των λεγομένων του, μάλλον υποστηρίζει πως η υπερβολική έμφαση στα ζητήματα που αναφέραμε έχει σαν αποτέλεσμα τις, κατώτερες των δυνατοτήτων της εταιρείας, οικονομικές επιδόσεις, που έχουν σαν συνέπεια τις αναιμικές επιδόσεις της μετοχής.
Ψάχνοντας λίγο στο διαδίκτυο, είδαμε πως όντως η Unilever είναι αρκετά μπροστά. Για παράδειγμα, έχει σταματήσει να χρησιμοποιεί γυναικεία μοντέλα για να διαφημίζουν τα σαπούνια Dove και έχει συστήσει στους 56.000 προμηθευτές της ανά τον κόσμο να αποκτήσουν σύντομα (αν δεν το έχουν κάνει ήδη) μία φιλόδοξη στρατηγική για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Σε συνέντευξή του, ο Alan Jope, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, δήλωσε πως αν ύστερα από ένα – απροσδιόριστο – χρονικό διάστημα, κάποιοι προμηθευτές δεν έχουν ακολουθήσει αυτή την προτροπή, θα πάψει να συνεργάζεται μαζί τους, ενώ είναι υπερήφανος που η Unilever είναι η πρώτη μεγάλη εταιρεία που ζήτησε την έγκριση των μετόχων της για το σχέδιο απαλλαγής από τον άνθρακα (την πήρε με συντριπτική πλειοψηφία).
Οι προβληματισμοί για το αν οι πρωτοβουλίες της εταιρείας, παρότι ηθικά άξιες επαίνου, ωφελούν και την ίδια, δεν ακούγονται πρώτη φορά, αν και η κριτική του White είναι αρκετά οξεία. Η Unilever, η οποία δεν σχολίασε τις δηλώσεις του διαχειριστή, γενικά υποστηρίζει πως αυτή είναι η σωστή στρατηγική, η οποία θα δικαιώνεται όλο και περισσότερο καθώς οι νεότερες γενιές καταναλωτών αποκτούν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη. Αυτές οι γενιές, ειδικά στις δυτικές χώρες, είναι βέβαιο πως επικροτούν σε μεγάλο ποσοστό τις κινήσεις της εταιρείας, για να μην πούμε πως πολλοί εκπρόσωποι της γενιάς των Millennials και οι περισσότεροι από την Gen Z τις θεωρούν σχεδόν αυτονόητες.
Αυτό όμως δε σημαίνει πως η εταιρεία θα δει γρήγορα θετικά οικονομικά αποτελέσματα χάρη στην πρωτοπορία της, αφού δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία καταναλωτές χαίρονται από τις αλλαγές στη φυσιογνωμία των προϊόντων και την αύξηση των τιμών που συνήθως συνοδεύει τα προϊόντα που είναι συμβατά με τις σύγχρονες ηθικές απαιτήσεις.
Προφανώς, δεν μπορούμε να πούμε ποιος έχει δίκιο σε οικονομικό επίπεδο, ο Alan Jope ή ο Terry Smith, μπορεί να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να φανεί. Το ερώτημα δεν είναι αυτό, και δεν αφορά μόνο στην περίπτωση της Unilever.
Τι μπορεί να κάνει ένας μέτοχος, όσο γνωστός και επιτυχημένος να είναι, όταν εκτιμά πως μία εταιρεία ζημιώνεται οικονομικά από τη «βιασύνη» της να βρεθεί στην πρωτοπορία της επενδυτικής φιλοσοφίας ESG; Πόσο εύκολο είναι να αρχίσει μία «εκστρατεία» για να πείσει και άλλους μετόχους πως η στρατηγική της επιχείρησης είναι λανθασμένη; Τα τελευταία χρόνια έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε να γίνεται το αντίθετο και πολλοί μέτοχοι να πιέζουν τη διοίκηση όταν εκτιμούν πως έχει κακές επιδόσεις στα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, κοινωνικής ευθύνης και εταιρικής διακυβέρνησης. Δυσκολευόμαστε να φανταστούμε γενικές συνελεύσεις επιχειρήσεων όπου πολλοί μέτοχοι θα ψηφίζουν εναντίον μίας διοίκησης επειδή αυτή έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις οικονομικές επιδόσεις της επιχείρησης δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στην επιδίωξη του «κοινού καλού».
Επειδή όμως από την υστέρηση των οικονομικών αποτελεσμάτων μίας εταιρείας που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο ζημιώνονται και οι μέτοχοι (άμεσοι ή έμμεσοι) που πολύ συχνά είναι συνταξιούχοι που ζουν από τα μερίσματα και τις αποδόσεις των μετοχών, το ζήτημα δεν είναι αμελητέο. Προς το παρόν βέβαια, όπως παρατήρησε εύστοχα ο Matthew Levine στη στήλη του στο Bloomberg, η ζυγαριά των μετόχων γέρνει σαφώς υπέρ των ακραιφνών υποστηρικτών του ESG, αυτό όμως θα μπορούσε κάποια στιγμή να αρχίσει να αλλάζει, ίσως με αφορμή και μία επιθετική επιστολή ενός γνωστού επιτυχημένου διαχειριστή. Όταν, και αν, γίνει κάτι τέτοιο, ίσως να δούμε και την εικόνα που περιγράψαμε παραπάνω σε μία μεγάλη γενική συνέλευση.