Η χρονιά κλείνει για το Χρηματιστήριο Αθηνών με βελτιωμένα στοιχεία συναλλαγών από το 2020 που δύσκολα θα αλλάξουν ως την ολοκλήρωση του έτους. Μέχρι και χθες ο μέσος ημερήσιος τζίρος ήταν αυξημένος κατά 11,8% και είχε διαμορφωθεί λίγο πάνω από τα 72,1 εκατ. ευρώ. Σε αυτή την εικόνα η συμμετοχή δεν είναι καθολική και σίγουρα έχουν βοηθήσει οι τρεις μεγάλες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank, ΔΕΗ) και η ανοδική πορεία που αφορά τα 2/3 του ταμπλό.
Η αύξηση της εμπορευσιμότητας είναι και παραμένει κριτήριο για τη συμμετοχή ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων και τον σχηματισμό των θέσεων τους, αφού εξασφαλίζει καλύτερο συγχρονισμό εισόδου και εξόδου στις κινήσεις τους.
Επιπλέον, αποτελεί βασικό κριτήριο για την είσοδο σε δείκτες αναφοράς αφού εκτός από την ελεύθερη διασπορά η ένταξη σε δείκτες (FTSE, ΜSCI) απαιτεί ένα ελάχιστο μέγεθος των εισηγμένων μετοχών που αλλάζουν χέρια μέσα στη χρονιά ή στο εξάμηνο. Για παράδειγμα, η ένταξη στους δείκτες FTSE προϋποθέτει η διαπραγμάτευση της μετοχής να έχει πραγματοποιηθεί για τουλάχιστον τις μισές εργάσιμες ημέρες του εξαμήνου και οι συναλλαγές τους να μην είναι λιγότερες από το 20% της ελεύθερης διασποράς σε ετήσια βάση. Σε αυτές τις συναλλαγές δεν προσμετρώνται οι συναλλαγές σε πακέτα.
Έτσι λοιπόν, από τις 162 μετοχές που διαπραγματεύτηκαν έστω και μία ημέρα στο Χρηματιστήριο Αθηνών και εξαιρουμένων όσων έχουν διαγραφεί, 61 μετοχές έχουν ανοίξει και στις 237 συνεδριάσεις της χρονιάς (έως Δευτέρα 13/12).
Σε απόλυτο αριθμό τεμαχίων η Alpha Bank παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συναλλακτική δραστηριότητα με 3 δις τεμάχια το οποίο σημαίνει ότι έχει γυρίσει το σύνολο των μετοχών της σχεδόν 1,3 φορές φέτος. Πίσω από αυτή την πολύ σπουδαία συναλλακτική επίδοση υπάρχει η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου τον περασμένο Ιούνιο καθώς και η συμπερίληψη της μετοχής στον MSCI.
Ωστόσο, σε ποσοστό επί των μετοχών που βρίσκονται σε κυκλοφορία η Alpha Bank έρχεται δεύτερη πίσω από την Profil Τζιρακιάν η οποία πραγματοποίησε περίπου το 12% των μετοχών της σε μια συνεδρίαση. Αναμενόμενα στις μετοχές που πραγματοποιούν συναλλαγές που αφορούν τουλάχιστον το 50% του συνόλου των εισηγμένων μετοχών τους βρίσκονται όλες οι τράπεζες και μετοχές που προέκυψαν από την απόσχιση των SPVs των τιτλοποιήσεων.
Η ύπαρξη και άλλων τίτλων μικρότερων κεφαλαιοποιήσεων συνδέεται και με την παρουσία βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων στην αγορά και του μικρού σχετικά spread το οποίο σε ποσοστιαία απόδοση ευνοεί γρήγορες κινήσεις σε κοντινό βήμα τιμών.
Στον μακρινό αντίποδα η κοινή μετοχή της Τρία Αλφα έχει ανοίξει μόλις τέσσερις φορές φέτος ενώ έχουν αλλάξει χέρια 1.200 μετοχές, μιλάμε δηλαδή για μια μετοχή που δεν έχει συμπληρώσει ούτε μια πλήρη χρηματιστηριακή εβδομάδα συνεδριάσεων. Μάλιστα η «έντονη» συναλλακτική δραστηριότητα έγινε μέσα στον Αύγουστο σε τέσσερις συνεδριάσεις: στις 2/8 (4 τμχ), 3/8 (400 τμχ), 4/8 (602 τμχ) και 6/8 (175 τχμ). Αρχές Αυγούστου και μετά τέλος, ούτε window dressing ούτε market making.
Ακολουθούν με 11 συνεδριάσεις και 1973 κομμάτια το προνόμιο του 1990 της ΑΝΕΚ, η Βαράγκης με 17 συνεδριάσεις και 10.703 τεμάχια, το προνόμιο του 1996 της ΑΝΕΚ με 13.258 μετοχές. Μαζί με την Τρία Άλφα οι τέσσερις τίτλοι δεν καλύπτουν ένα μήνα κανονικής διαπραγμάτευσης στη φετινή τους παρουσία στο ταμπλό.
Σίγουρα το ταμπλό δεν είναι όπως θα το θέλαμε από πλευράς διάχυσης των συναλλαγών, ωστόσο ένα βήμα έγινε τη φετινή χρονιά. Το ευχάριστο αυτής της υπόθεσης είναι ότι η συναλλακτική κίνηση ξέφυγε από τη μονοδιάστατη παρουσία του τραπεζικού κλάδου και έδωσε δυνατότητα και σε άλλους τίτλους να αποκτήσουν σφιχτότερο εύρος τιμών.
Υπάρχει ακόμα αρκετός δρόμος μπροστά μας μέχρι να φθάσουμε το επιθυμητό σημείο όπου η εμπορευσιμότητα να μην έρχεται κατά διαστήματα και να αφορά μεγαλύτερο αριθμό μετοχών.
Οι 15 εταιρείες με τη μεγαλύτερη εμπορευσιμότητα σε τεμάχια το 2021
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.