Ενόψει της απαγόρευσης της εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου και προϊόντων διύλισης πετρελαίου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ναυτιλιακή αγορά προσπαθεί να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων τους επόμενους μήνες. Αν κρίνουμε από τις κινήσεις που παρατηρούνται αυτή την περίοδο, τα ταξίδια του ρωσικού πετρελαίου θα γίνουν μακρύτερα και θα αλλάξουν και διαδρομές, με τον Αρκτικό Ωκεανό να παίζει μεγάλο ρόλο. Από την άλλη μεριά, δεν αποκλείεται να δούμε κινεζικό ντίζελ να ικανοποιεί την μεγάλη ευρωπαϊκή ζήτηση.
Αν δεν βρούμε μπροστά μας μία πολύ μεγάλη έκπληξη, όπως ας πούμε τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία και την άρση των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, μέσα στον ερχόμενο χειμώνα θα τεθούν σε εφαρμογή δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το ισχύον χρονοδιάγραμμα, τον Δεκέμβριο θα σταματήσουν οι εισαγωγές (δια θαλάσσης) ρωσικού αργού πετρελαίου σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ένωσης και τον Φεβρουάριο θα σταματήσουν και οι αντίστοιχες εισαγωγές των ρωσικών προϊόντων διύλισης πετρελαίου, όπως το ντίζελ, τα αεροπορικά καύσιμα και άλλα.
Δεν είναι πολύ εύκολο να προβλέψουμε πώς θα διαμορφωθεί η παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά μετά την έναρξη της εφαρμογής αυτών των αποφάσεων αλλά μπορούμε να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις με βάση τις πληροφορίες των διεθνών πρακτορείων ειδήσεων.
Ρεπορτάζ του Bloomberg από την προηγούμενη Πέμπτη φιλοξένησε τις εκτιμήσεις της διοίκησης της μεγάλης δανέζικης ναυτιλιακής εταιρείας Torm, η οποία διαθέτει πάνω από 80 πλοία για τη μεταφορά ενεργειακών και πετρελαϊκών προϊόντων. Η Torm εκτιμά λοιπόν πως η ευρωπαϊκή απαγόρευση εισαγωγής προϊόντων διύλισης πετρελαίου θα προκαλέσει από τον επόμενο Φεβρουάριο σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου.
Σύμφωνα με την Torm, θα αυξηθεί η ζήτηση για πλοία μεταφοράς πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων (tankers), καθώς θα αυξηθεί η συνολική απόσταση που θα πρέπει να διανύουν το πετρέλαιο και τα υπόλοιπα προϊόντα, ενώ αυξημένη θα είναι και η ανάγκη για αναπλήρωση εμπορικών και στρατηγικών αποθεμάτων.
Θα δημιουργηθούν νέες εμπορικές διαδρομές αφού η Ευρώπη θα πρέπει να βρει νέους προμηθευτές προϊόντων πετρελαίου, κυρίως ντίζελ, και αναμένεται να στραφεί προς τις ΗΠΑ, τη Μέση Ανατολή και διάφορες ασιατικές χώρες, ενώ η Ρωσία θα πρέπει να βρει νέους πελάτες για το ντίζελ της, με πιθανότερους υποψήφιους χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, την Τουρκία και ίσως και κάποιες χώρες στην Ασία.
Η αναμενόμενη αναζήτηση νέων πελατών για το ρωσικό ντίζελ ήταν το αντικείμενο ενός άλλου ενδιαφέροντος (προχθεσινού) άρθρου του ίδιου πρακτορείου. Αφορμή για το άρθρο ήταν η διαπίστωση στελεχών της εταιρείας ναυτιλιακών πρακτόρων Ε.Α. Gibson Shipbrokers πως από την άνοιξη και μετά έχει παρατηρηθεί ασυνήθιστη δραστηριότητα στις αγοραπωλησίες δεξαμενόπλοιων μεταφοράς αργού πετρελαίου και προϊόντων διύλισης με δυνατότητα διέλευσης από παγωμένα νερά, τα ice – class tankers, όπως ονομάζονται στα αγγλικά.
Στελέχη της E.A. Gibson ανέφεραν πως κατά την περίοδο Μαΐου – Αυγούστου έγιναν αγοραπωλησίες μεταχειρισμένων ice – class tankers αξίας σχεδόν ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Για την ίδια περίοδο το 2021 η αξία αυτών των κινήσεων ήταν κοντά στα διακόσια εκατομμύρια δολάρια.
Αυτό σημαίνει πως η φετινή δραστηριότητα ήταν πενταπλάσια σε αξία από την αντίστοιχη περσινή. Παρόμοια είναι η εικόνα αν εξετάσει κανείς και τον αριθμό των σκαφών που άλλαξαν χέρια αυτή την περίοδο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της E.A. Gibson, 42 ice -class tankers πουλήθηκαν, ενώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο είχαν πουληθεί μόνο 12. Τα περισσότερα από αυτά τα tankers είναι σχεδιασμένα να μεταφέρουν αργό πετρέλαιο. Ανάμεσα στους αγοραστές φαίνεται πως περιλαμβάνονται αρκετές εταιρείες από την Κίνα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο Ρίτσαρντ Μάθιους, επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης της εταιρείας, πιθανολόγησε πως οι αγοραστές των μεταχειρισμένων ice – class tankers σκοπεύουν να τα χρησιμοποιήσουν για τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου και ρωσικών προϊόντων διύλισης τον επόμενο χειμώνα, καθώς είναι πολύ πιθανόν να αλλάξει ο τρόπος εξαγωγής αυτών των προϊόντων από τη Ρωσία.
Οι μεγάλες εξαγωγές γίνονται παραδοσιακά από τα ρωσικά λιμάνια της Βαλτικής Θάλασσας. Με τους περισσότερους πελάτες να βρίσκονται στην Ευρώπη, οι διαδρομές των tankers ήταν μάλλον μικρές. Η αναγκαστική αλλαγή του προορισμού των εξαγωγών σημαίνει πως τα tankers θα πρέπει πλέον να διανύουν πολύ μεγαλύτερες διαδρομές και πιθανότατα να περνούν και από τις παγωμένες θάλασσες πάνω από τη Ρωσία πηγαίνοντας προς τους τελικούς προορισμούς τους.
Για τον λόγο αυτό φαίνεται πως έχει αυξηθεί η ζήτηση για τα μεταχειρισμένα ice – class tankers από τους πλοιοκτήτες που θα συνεχίσουν την συνεργασία τους με την Ρωσία. Όπως δήλωσε ο Γιενς Κριστόφερσεν, υψηλόβαθμο στέλεχος της Hafnia, μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας που κατέχει tankers μεταφοράς προϊόντων διύλισης πετρελαίου, ακόμα και αν ο χειμώνας δεν είναι βαρύς, τα ice – class tankers σίγουρα θα είναι απαραίτητα κατά το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Κριστόφερσεν είναι πως στην περίπτωση που τα πλοία αυτού του τύπου δεν φτάνουν για να ικανοποιήσουν την ζήτηση για μεταφορές μέσω των παγωμένων θαλασσών, θα δούμε συχνές μεταφορές φορτίων από τα ice – class tankers σε συμβατικά tankers μόλις τα εξειδικευμένα πλοία θα απομακρύνονται από τα παγωμένα νερά.
Σκοπός αυτών των «μεταγγίσεων» θα είναι η απελευθέρωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να γυρίσουν πιο γρήγορα πίσω στη Ρωσία μέσω της Αρκτικής θάλασσας για να παραλάβουν νέα φορτία.
Αν λοιπόν οι ειδικοί της ναυτιλιακής αγοράς έχουν δίκιο, τον χειμώνα που μας έρχεται θα δούμε τα παγοθραυστικά tanker σε πλήρη δράση να μεταφέρουν τα ρωσικά προϊόντα στους νέους πελάτες. Τι θα γίνει όμως με το ντίζελ και τα άλλα προϊόντα που θα λείψουν από την ευρωπαϊκή αγορά με την εφαρμογή της απαγόρευσης των εισαγωγών προϊόντων διύλισης;
Δεν αναφερόμαστε σε πιθανό έλλειμα αργού πετρελαίου γιατί, σύμφωνα τουλάχιστον με τους ειδικούς δεν φαίνεται πολύ πιθανόν να παρουσιαστεί. Σύμφωνα με τον Κλάιντ Ράσσελ, αρθρογράφο του Reuters, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές ρωσικού ντίζελ δεν έχουν μειωθεί ακόμα σε σχέση με τα προ εισβολής επίπεδα. Τον Αύγουστο μάλιστα, οι θαλάσσιες εισαγωγές ρωσικού ντίζελ από τις ευρωπαϊκές χώρες ανήλθαν στα 543.000 βαρέλια ημερησίως, πάνω από τα 520.000 της προηγούμενης χρονιάς.
Αυτό βέβαια θα μπορούσε να οφείλεται και στην προσπάθεια των ευρωπαίων να αυξήσουν τα αποθέματά τους ενόψει της επερχόμενης απαγόρευσης (δική μας παρατήρηση). Ο Ράσελ συμπληρώνει πως βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη σημαντική προσπάθεια για αύξηση των εισαγωγών ντίζελ από ασιατικά διυλιστήρια αλλά προσθέτει πως αυτή η προσπάθεια έχει συντελέσει στην μεγάλη άνοδο της ζήτησης παγκοσμίως και στην επακόλουθη άνοδο των τιμών των προϊόντων διύλισης (προς μεγάλη ικανοποίηση των ασιατικών εταιρειών διυλιστηρίων).
Ο Ράσελ δεν αρνείται πως η αγορά λογικά θα βρει σταδιακά την ισορροπία της, καθώς τα ρωσικά προϊόντα διύλισης θα βρουν νέους πελάτες και οι ευρωπαϊκές χώρες νέους προμηθευτές. Υποστηρίζει όμως πως αυτό δεν πρόκειται να γίνει άμεσα, με αποτέλεσμα τη διατήρηση των πολύ υψηλών τιμών του ντίζελ και των άλλων προϊόντων, συντηρώντας το μεγάλο βάρος που προκαλείται στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Κατά τον Ράσσελ, μία λύση φαντάζει ως ιδανική χωρίς όμως να είναι καθόλου βέβαιο πως είναι και εφικτή. Η λύση είναι η αύξηση των κινεζικών εξαγωγών ντίζελ και άλλων προϊόντων διύλισης. Οι κινεζικές εξαγωγές έχουν μειωθεί κατά πολύ από το καλοκαίρι του 2021 και μετά, για διάφορους λόγους. Για τους οκτώ πρώτους μήνες του 2022 ανέρχονται σε περίπου 87.000 βαρέλια ημερησίως, ενώ για ολόκληρο το 2021 ήταν στα 315.000 βαρέλια ημερησίως.
Πριν τη μείωση των εξαγωγών, αυτές ξεπερνούσαν σταθερά τα 500.000 βαρέλια ημερησίως. Δεδομένου πως αυτή η ποσότητα ισοδυναμεί σχεδόν με τις ευρωπαϊκές εισαγωγές ρωσικών προϊόντων διύλισης, είναι σχεδόν προφανές πως αν οι κινεζικές εξαγωγές επανέρχονταν στα προ έτους επίπεδα θα ανακούφιζαν όλη την παγκόσμια αγορά ντίζελ.
Ενδιαφέρουσα η θεωρία του Ράσελ αλλά όπως παρατηρεί και ο ίδιος, η Κίνα είναι πολύ πιθανόν να μην θέλει να εξουδετερώσει μοχλό πίεσης που κρατά στο χέρι του ο πρόεδρος Πούτιν στη μάχη του εναντίον της Ευρώπης. Εκτός βέβαια αν η Κίνα κρίνει πως το βάρος που δέχεται η παγκόσμια οικονομία λόγω των υψηλών τιμών των καυσίμων κάνει τελικά πολύ μεγάλο κακό και στη δική της οικονομία.
Προφανώς θα περάσει αρκετός χρόνος μέχρι να δούμε αν οι εκτιμήσεις των ειδικών που αναφέραμε προηγουμένως θα αποδειχθούν σωστές, παρά το ότι η υπόθεση για την αλλαγή της διαδρομής στη μεταφορά των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου και ντίζελ δεν ακούγεται καθόλου παράλογη.
Το μόνο σίγουρο είναι πως, για πολλούς μήνες μπροστά μας, θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά μάλλον και λίγο ακριβή για εμάς, αναδιάταξη της παγκόσμιας ναυτιλιακής αγοράς πετρελαίου και υποπροϊόντων πετρελαίου. Αν ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ μας κάνει την χάρη, μπορεί να μας κοστίσει λίγο λιγότερο.