«Πού οδηγούμεθα; Ένας Κατακουζηνός να εκθέτει σπίτι του έναν κομμουνιστή μπογιατζή. Να τον επαινεί ο Σεφέρης και να κόπτεται υπέρ αυτού ένας Χατζηκυριάκος-Γκίκας! Πού οδηγούμεθα, ύψιστε Θεέ;». Με αυτό το σχόλιο η εφημερίδα «Αθηναϊκή» υποδεχόταν το 1946 την πρώτη έκθεση έργων του Θεόφιλου στην Αθήνα, στο σαλόνι του Άγγελου Κατακουζηνού, δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, η Αθήνα έβγαινε από την Κατοχή και έμπαινε στον Εμφύλιο, κομμένη στα δύο.
Σήμερα, πάλι σε πείσμα του μαύρου της εποχής, ο αυτοδίδακτος εκπρόσωπος μιας τέχνης αυθόρμητης που μοιάζει να πηγάζει από τα λαϊκά ξωκλήσια, θα ταξιδέψει τον Σεπτέμβριο από τη γενέτειρα Λέσβο για το Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο της Ύδρας. Ο «εν ξιφήρεις» φουστανελάς, που κάποτε γνώρισε στο φιλότεχνο κοινό του Λούβρου τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο και την Αρετούσα, πιάνει ηρωικό λιμάνι δίπλα στη Χάρτα του Ρήγα, στην καρδιά του Μιαούλη και τις σπάθες των ανώνυμων Υδραίων αγωνιστών, για να υπενθυμίσει τη γενέθλια σημασία του Εικοσιένα –τις νίκες και τις ηρωικές μορφές που γέννησε -, με απλότητα και φαντασία.
Ο λόγος για μια ενότητα από 12 αντιπροσωπευτικά έργα, πρωτότυπες δημιουργίες του μεγάλου λαϊκού μας ζωγράφου που εδρεύουν στο Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Μυτιλήνης. Τα έργα του Θεόφιλου, ζωγραφισμένα απευθείας σε ύφασμα και χωρίς την ύπαρξη προετοιμασίας, ήταν ευάλωτα στην πατίνα του χρόνου. Χρειάστηκαν χρόνια εργασιών για να επανεκτεθούν συντηρημένα και σε νέες κορνίζες μουσειακών προδιαγραφών στο ανακαινισμένο μουσείο της Λέσβου. Το γεγονός ότι έχουν κηρυχθεί μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη μετακίνησή τους από το Μυτιλήνη και απαιτεί ειδική έγκριση από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Μέσα από το όραμα της διευθύντριας του Ιστορικού Αρχείου-Μουσείου Ύδρας κ. Ντίνας Αδαμοπούλου υπεγράφη μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του Δήμου Μυτιλήνης και του ΙΑΜΥ για τη διοργάνωση μιας αφιερωματικής έκθεσης στο πλαίσιο εορτασμού του Εικοσιένα. Ο κόσμος του Θεόφιλου, συνδεδεμένος με την Ιστορία, μοιάζει ιδανικός για το ζωγραφικό αφήγημα της εθνεγερσίας.
«Η ιστορία ήταν το οξυγόνο του Μυτιληνιού λαϊκού ζωγράφου: την ανάσαινε βαθιά και αχόρταγα και αυτό το αίσθημα ακριβώς εξέφραζε, όπως εκείνος μόνο ήξερε: Η ιστορία είναι άνεμος έλεγε, και την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» μας λέει ωραία η Ντίνα Αδαμοπούλου που έχει την επιμέλεια της έκθεσης και του συνοδευτικού καταλόγου.
Τον έχουν αποκαλέσει «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής» και οι συνειρμοί με τον κοσμοκαλόγερο της πεζογραφίας είναι εύλογοι. Πρώτο παιδί μιας φτωχικής, πολυμελούς οικογένειας, ο Θεόφιλος (π. 1870) γνώρισε την ζωγραφική μέσα στην εκκλησιά, κοντά στον αγιογράφο παππού του. Δεν είναι τυχαίο ίσως που το μοναδικό έργο που φέρει το κατά κόσμον όνομά του, με την υπογραφή «Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά», είναι μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ναού Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου.
Ήταν ιδιαίτερο παιδί ο γιος του τσαγκάρη∙ η αριστειροχειρία και ο τραυλισμός του τον καθιστούσαν διαφορετικό και αντικείμενο σκωπτικών πειραγμάτων από τους συνομηλίκους του. Κατέφευγε στη μοναξιά, κλειδωνόταν στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού και ζωγράφιζε τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Αλλά και πιο μεγάλος στα χρόνια, έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης, ειδικά λόγω της επιλογής του να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που θαύμαζε κι απεικόνιζε στα έργα του.
Έφυγε από το νησί σε ηλικία 18 περίπου ετών και πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στη Σμύρνη. Από την μικρασιατική πόλη ταξίδεψε για την Αθήνα, όπου κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 επιχείρησε να καταταγεί στο στρατό, χωρίς να γίνει δεκτός. Σε ένα από τα τέσσερα χειρόγραφα που έχει αφήσει γράφει:
[…] Τέλος φθάσαμε στην Αθήνα και εγώ περπάταγα μοναχός στο δρόμο και κράταγα τη σημαία μου και τραγουδούσα πολεμικά τραγούδια στο δρόμο που πάει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Μπροστά στην παράγκα του φόρου απάντησα ένα κάρο που τράβαγε για την Αθήνα. Ανέβηκα σ’ αυτό κρατώντας πάντα τη σημαία μου και φωνάζοντας “Ζήτω” μ’ όλη μου τη δύναμη. Επειδή δεν μας κατέταξαν στην Αθήνα επήγα στο Βόλο και εκεί με πήρανε εθελοντή. Βρέθηκα στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού μαζί με άλλους αντάρτες…»
Στη Μαγνησία ο Θεόφιλος θα περάσει κοντά 30 χρόνια της ζωής του και θα αφήσει πλήθος σημαντικών έργων του. Ζωγραφίζει σε σπίτια, καφενεία, ταβέρνες, χάνια και στο χωριό Μηλιές φιλοτεχνεί την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.
Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο και την οριστική επιστροφή στο νησί του, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο: κάποιος για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους, έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε. Παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους. Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού.
Ο αείμνηστος ζωγράφος Παναγιώτης Φειδάκης αφηγείται μια μαρτυρία του καραγωγέα που μετέφερε τον Θεόφιλο με τον αραμπά του στο λιμάνι του Βόλου προκειμένου ο ζωγράφος να πάρει το καΐκι για τη Μυτιλήνη: «Όταν φόρτωσε το μπαούλο με τα πράγματά του στη βάρκα που θα τον πήγαινε στο καΐκι, ο Θεόφιλος έβγαλε την κουμπούρα του και κοιτώντας όρθιος και επίσημος προς το Πήλιο και τα χωριά που έζησε για τριάντα περίπου χρόνια, πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα, σαν σε αποχαιρετισμό! Σαν να ήταν αληθινός οπλαρχηγός! Ήθελε να ζει τελετουργικά και η ζωή του να είναι ο κόσμος που ζωγράφιζε! Σαν παραμύθι».
Ο Θεόφιλος είχε τη δύναμη να μεταμορφώνει, με της δικής του κατασκευής χρώματα, τις πιο ταπεινές επιφάνειες, όπως χαρτόνια, σανίδια, τενεκέδες, βαμβακερά πανιά, τοίχους μαγαζιών και σπιτιών, σε έργα τέχνης. Τον γεμάτο λεβεντιά και δροσιά κόσμο του μας τον μεταφέρει κυρίως μέσω των χρωμάτων του που επηρεασμένα από το ελληνικό φως εκφράζουν μια ατμόσφαιρα και ένα τοπίο ελληνικό. Σαρκώνει τους ήρωες του Γένους σαν μορφές Αγίων, όπως ακριβώς διδάχτηκε τη ζωγραφική στα μεταβυζαντινά ξωκλήσια της Μυτιλήνης.
«Το βρισίδι που φάγαμε τα χρόνια της έκθεσης Θεόφιλου το ξεχνάς - καλά κάνεις» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης σε επιστολή του προς τον Άγγελο Κατακουζηνό, ο οποίος δεν είχε σκοπό να παραιτηθεί από την προσπάθεια ανάδειξης του ζωγράφου και δημιουργίας ενός Μουσείου Θεόφιλου. Με την ίδια ζέση, ένας άλλος Μυτιληνιός, ο Οδυσσέας Ελύτης, ζητούσε με άρθρο του να οργανωθεί μια μεγάλη έκθεση «για την περισυλλογή και τη διάσωση των έργων του Θεόφιλου». Τελικά, με έξοδα του Μυτιληνιού, φημισμένου καλλιτεχνικού εκδότη στο Παρίσι, Στρατή Ελευθεριάδη - Teriade το Μουσείο Θεοφίλου ανεγέρθηκε το 1964 σε ένα προάστιο της Μυτιλήνης, τη Βαρειά, εκεί όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο λαϊκός ζωγράφος. Τα εγκαίνια έγιναν μέσα σε πανηγυρικό χαρακτήρα παρουσία σημαντικών εκπροσώπων της γενιάς του ’30 και εκατοντάδων κατοίκων του νησιού.
Ο Σεφέρης γράφει για τον Θεόφιλο: «…Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό…»
Χρήσιμο να γνωρίζετε: τα εγκαίνια της αφιερωματικής έκθεσης στο Θεόφιλο με τίτλο «Η ιστορία είναι άνεμος», θα πραγματοποιηθούν το Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου στο Ιστορικό Αρχείο Μουσείο Ύδρας, τηλ. 22980-52355/ 22980-54142. Διάρκεια 1 Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου.