Την προηγούμενη Κυριακή μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ελβετίας είχε στο πρωτοσέλιδο το αρχηγείο της Credit Suisse να φλέγεται. Η εικόνα παρέπεμπε σε επικεφαλίδα που αναφερόταν στις «τελευταίες ημέρες» του άλλοτε τραπεζικού γίγαντα. Αποτύπωνε τον φόβο, τη ντροπή και την κατάπληξη που προκάλεσε στη χώρα η κατάρρευση του τραπεζικού κολοσσού.
Μετά από φρενήρεις διαπραγματεύσεις με τη διαμεσολάβηση της κυβέρνησης η UBS, το αρχηγείο της οποίας βρίσκεται πολύ κοντά στο κύριο κτίριο της Credit Suisse στην Paradeplatz στην καρδιά της Ζυρίχης, «κατάπιε» τελικά τη μεγάλη της αντίπαλο.
Για την Credit Suisse ήταν το μοιραίο τέλος μετά από σειρά εταιρικών σκανδάλων και κακών επενδύσεων. Για την Ελβετία, όμως, που περηφανεύεται για την τάξη και τη σταθερότητα της, το άδοξο τέλος προκαλεί προβληματισμό για τον οικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο, όπως και για τη φήμη της.
Ενα ζήτημα που θα αντιμετωπίσει άμεσα η Ελβετία είναι οι χιλιάδες θέσεις εργασίας που θα χαθούν. Η Credit Suisse είχε ήδη ξεκινήσει τη συρρίκνωση του προσωπικού της κατά 9.000 και η απορρόφησή της από την UBS μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη μείωση. Οι δύο τράπεζες μαζί είχαν συνολικό προσωπικό 125.000 άτομα ανά τον κόσμο στο τέλος του 2022, με το 30% να εργάζεται στην Ελβετία.
Όπως δήλωσε και ο πρόεδρος της UBS Colm Kelleher, το μάνατζμεντ γνωρίζει οτι το επόμενο διάστημα θα είναι δύσκολο, ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς με σιγουριά τι θα συμβεί. Οι τράπεζες που θεωρούνται συστημικά σημαντικές παγκοσμίως ανέρχονταν σε 30 και δύο από αυτές είχαν έδρα την Ελβετία, δίνοντας στη χώρα μεγαλύτερη έκθεση στη χρηματοπιστωτική βιομηχανία από πολλές άλλες παρομοίου μεγέθους χώρες.
Το συνολικό ενεργητικό της Credit Suisse και της UBS έφτανε τα 1,6 τρισ. ελβετικά φράγκα, ποσό διπλάσιο του ΑΕΠ της Ελβετίας.
Η ελβετική κυβέρνηση προσπάθησε να παρουσιάσει τη συμφωνία σαν μία εξαγορά, αλλά δεν είναι λίγοι αυτοί που τη θεωρούν ένα «bailout». Οι Ελβετοί πολίτες ανησυχούν για τα ποσά δημοσίου χρήματος που θα κοστίσει η κατάρρευση. Το «καρότο» που απαίτησε η UBS για να συμφωνήσει στο γάμο περιλαμβάνει 9 δισ. ελβετικά φράγκα σε άμεσες εγγυήσεις και πολλαπλάσιο ποσό για τη στήριξη της ρευστότητας.
Η Ελβετία έχει ζήσει εταιρικά τραύματα στο παρελθόν, ιδιαίτερα με την κατάρρευση του εθνικού αερομεταφορέα Swissair μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στις ΗΠΑ το 2001. H αεροπορική εταιρεία ξαναστήθηκε ως Swiss και σήμερα ανήκει στη γερμανική Lufthansa. Στην παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, χρειάστηκε η κρατική διάσωση της UBS, ένα bailout που προκαλεί διαφωνίες ακόμη και σήμερα.
Τα τραύματα αυτά όμως συνέβησαν εν μέσω κρίσεων που τάραζαν τότε τους αντίστοιχους κλάδους. Η πτώση της Credit Suisse, αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα διαδοχικών αποτυχημένων διοικήσεων και η απορρόφησή της από την UBS θα σβήσει ένα brand που ήταν συνώνυμο με το ελβετικό banking.
Όπως συνοψίζει χαρακτηριστικά πρώην στέλεχος εποπτείας στο χρηματιστήριο της Ζυρίχης, «υπήρχαν δύο αντίπαλοι κολοσσοί που ανταγωνίζονταν καθημερινά στο Paradeplatz. Hταν μία αντιπαλότητα που θύμιζε Coke-Pepsi, HΠA-Ρωσία. Τώρα θα μείνει μόνο ένας, σίγουρα προκαλεί μια περίεργη αίσθηση στη Ζυρίχη. Η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας που ξεκίνησε να προσφέρει υπηρεσίες το 1856 για να εξελιχθεί σε μία από τις 30 συστημικά σημαντικές παγκοσμίως δεν θα υφίσταται πλέον από μόνη της».
Το χάος στην Credit Suisse έρχεται σε αντίθεση με την τάξη που χαρακτηρίζει την Ελβετία, μία χώρα όπου τα πολιτικά κόμματα κυβερνούν με consensus, τα ζητήμτα εθνικής σημασίας αποφασίζονται από δημοψηφίσματα και τα τρένα είναι σχεδόν πάντα στην ώρα τους. Ο θάνατος της Credit Suisse γεννά ένα νέο τύπο τραπεζικής κρίσης στην μετά 2008 εποχή.
Η ανεργία στην Ελβετία είναι κάτω από το 2%, πολύ χαμηλότερη από ότι στις γειτονικές της χώρες, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Γερμανία. Το δημόσιο χρέος βρίσκεται στο 40% του ΑΕΠ σε σύγκριση με διπλάσιο ποσοστό στην ευρωζώνη και ο πληθωρισμός στο 3,4%. Το deal UBS-Credit Suisse θα οδηγήσει σε πολιτική αντιπαράθεση και σε νομικές διαμάχες γιατί παρακάμφθηκε η έγκριση των μετόχων.