Λ. Κοντόνιο στο Liberal: Γιατί η Ελλάδα γίνεται χώρα χαμηλού κινδύνου
Shutterstock
Shutterstock

Λ. Κοντόνιο στο Liberal: Γιατί η Ελλάδα γίνεται χώρα χαμηλού κινδύνου

Δεν θα μπορούσαν να είναι πιο θετικές οι πρώτες αντιδράσεις των ξένων αναλυτών για το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής και κυρίως για το γεγονός ότι θα υπάρξει πολιτική συνέχεια και μάλιστα με ισχυρή κυβέρνηση. Οι μεγαλύτεροι οίκοι αξιολόγησης, Moody’ s, S&P και DBRS, «έδειξαν» αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας τους προσεχείς μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι η νέα κυβέρνηση θα ξεκινήσει κάνοντας αυτά που έχει υποσχεθεί κι έτσι η «επενδυτική βαθμίδα» έρχεται ακόμη πιο κοντά. 

Το Liberal απευθύνθηκε στον Ιταλό οικονομολόγο Λορέντζο Κοντόνιο, ο οποίος παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, για να σχολιάσει τόσο τις προοπτικές που ανοίγονται όσο και τις αντιδράσεις των αγορών. Τα μηνύματα που στέλνουν οι ειδικοί σχετίζονται με την προοπτική πολιτικής σταθερότητας, συνέχισης των μεταρρυθμίσεων, αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική βαθμίδα και επίτευξης ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης, πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με ώθηση από την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ο καθηγητής του LSE «βλέπει» ένα ντόμινο θετικών εξελίξεων που δίνουν μία μοναδική ευκαιρία στην ελληνική οικονομία να ξεφύγει από τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που προέβλεπε παραδοσιακά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η μεγάλη σε έκταση νίκη της Νέας Δημοκρατίας σημαίνει ότι η χώρα έχει μία καλύτερη ευκαιρία να εφαρμόσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, σημειώνει ο πρώην σύμβουλος του υπουργείου Οικονομικών της Ιταλίας. Προβλέπει δε, ότι η ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ θα συνεχίσει να υπεραποδίδει της υπόλοιπης Ευρώπης, με ώθηση και από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.

Στον απόηχο των θετικών μηνυμάτων από Moody’ s, S&P και DBRS, ο κ. Κοντόνιο προσθέτει ότι οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίσουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα έως τις αρχές του 2024 και συμπληρώνει ότι τα spreads θα συνεχίσουν να μειώνονται εξαιτίας της θετικής δυναμικής του χρέους και των ευνοϊκών επιτοκίων που απολαμβάνει η Ελλάδα.

Καλά όλα αυτά, αλλά η σημαντικότερη εξέλιξη είναι ότι η Ελλάδα γίνεται, σύμφωνα πάντα με τον κ. Κοντόνιο, χώρα χαμηλού κινδύνου, που σημαίνει ότι πλέον αποτελεί μία πολύ λιγότερο ριψοκίνδυνη πρόταση από τους ειδικούς προς τους επενδυτές. Αλήθεια, πόσα χρόνια είχαμε να ακούσουμε ότι η Ελλάδα είναι χώρα χαμηλού κινδύνου για τους επενδυτές; Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι μία μεγάλη ευκαιρία να ενεργοποιηθούν επενδυτικά κεφάλαια και να αλλάξει status η ελληνική οικονομία. 

Για να γίνει αυτό, η κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα τα διαρθρωτικά ζητήματα που στοιχειώνουν την ελληνική οικονομία και ταυτόχρονα να εκμεταλλευτεί το πολύ θετικό momentum που έχει αποκτήσει η Ελλάδα, με στόχο να κερδίσει περαιτέρω έδαφος στις διεθνείς χρηματαγορές, εκτιμά ο πολύπειρος οικονομολόγος. 

Τα επόμενα μηνύματα του κ. Κοντόνιο είναι επίσης αισιόδοξα. Η Ελλάδα θα σημειώσει ισχυρές οικονομικές επιδόσεις τουλάχιστον για την επόμενη τριετία, η εγχώρια ζήτηση θα προσφέρει στήριξη στο ΑΕΠ, η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας θα δώσει ώθηση στις εξαγωγές, ο τουρισμός θα συνεχίσει να εντυπωσιάζει, ενώ θα συνεχιστούν και οι εισροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων. Αποτέλεσμα θα είναι να ενισχυθεί η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, αντισταθμίζοντας τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα τις αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις. 

Παράλληλα, θα συνεχιστεί η σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα θα επιστρέψει στο 2%, ωθούμενο από τα έσοδα. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου συνεπάγεται ότι ο πολιτικός κίνδυνος εξαλείφθηκε και η Ελλάδα θα συνεχίσει να αποτελεί ένα παράδειγμα επιτυχούς ανάκαμψης και μία επενδυτική επιλογή ολοένα λιγότερο ριψοκίνδυνη. 

Αναφορικά με τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση, ο κ. Κοντόνιο επισημαίνει ότι θα πρέπει να καταφέρει να μετατρέψει την ισχυρή ζήτηση που οφείλεται στα επιδόματα, σε μόνιμη δύναμη αναπτυξιακής ώθησης. Επίσης, μένουν να υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις-ορόσημα, όπως στη δικαιοσύνη και στη δημόσια διοίκηση και ενώ δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αν η Ελλάδα θα μπορέσει να ξεπεράσει τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας της, υπάρχει ελπίδα.