Εκτός από τις απίστευτες σκηνές καταστολής σε διάφορες πόλεις της Κίναςκαι τα σοβαρά προβλήματα που προκλήθηκαν στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες από το κλείσιμο μερικών εκ των μεγαλύτερων λιμανιών του κόσμου, αλλά και το «πάγωμα» σχεδόν ολόκληρης της οικονομίας, ο «μεγάλος εγκλεισμός» των Κινέζων το 2022, είχε και μία ακόμη επίπτωση ιστορικών διαστάσεων.
Σύμφωνα με τους FT, τα κινεζικά νοικοκυριά συγκέντρωσαν μέσα στη χρονιά που μας πέρασε επιπλέον οικονομίες, υπό τη μορφή καταθέσεων, ύψους 2,6 τρισ. δολαρίων, που είναι η μεγαλύτερη ετήσια συσσώρευση ρευστότητας από νοικοκυριά στα χρονικά.
Με την ταχεία επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας, το ερώτημα που εγείρεται είναι το εξής: πόσα από αυτά τα 2,6 τρισ. δολάρια θα ξοδέψουν οι Κινέζοι στο πλαίσιο του «revengespending», του γεγονότος δηλαδή ότι θα ανοίξουν τα πορτοφόλια τους μετά από χρόνια;
Συγκριτικά, τα προηγούμενα πέντε έτη, οι καταθέσεις των νοικοκυριών στην Κίνα αυξάνονταν κάθε χρόνο κατά 700 δισ. δολάρια, ενώ την περίοδο 2020-21 κατά 1,6 τρισ. δολάρια. Στοιχεία της βάσης δεδομένων CEICδείχνουν ότι τα κινεζικά νοικοκυριά έβαλαν στην άκρη σχεδόν το 33% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2022, έναντι 30% το 2019, ενώ ο οίκος Fitchεκτιμά ότι οι προσωπικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 17%. Μόνο που τα χρήματα αυτά δεν προήλθαν από παχυλά μέτρα στήριξης όπως συνέβη στη Δύση, αλλά κυρίως από τη ρευστοποίηση επενδύσεων ρίσκου όπως οι μετοχές. Στις ΗΠΑ, ο ρυθμός αποταμίευσης ήταν πολύ μεγαλύτερος λόγω των επιταγών και των υπόλοιπων μέτρων στήριξης. Αυξήθηκε πάνω από το 20% το 2020 και το 2021 όταν το 2019 ήταν στο 9%.
Revengespendingείναι ο όρος που περιγράφει την απότομη αύξηση των καταναλωτικών δαπανών μετά από ένα δυσμενές γεγονός, όπως η πανδημία που περιορίστηκαν σημαντικά οι μετακινήσεις και οι αγορές. Θα πιάσει, λοιπόν, καταναλωτική μανία τους Κινέζους και μπορεί μία τέτοια μανία να σώσει την παγκόσμια οικονομία από την ύφεση;
Μία μεγάλη μερίδα αναλυτών αμφιβάλλει ότι η Κίνα μπορεί να τονώσει τόσο πολύ τη δραστηριότητα και να αποτρέψει την ύφεση και παράλληλα πιστεύει ότι η αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης δεν δικαιολογεί τις πρόσφατες μεταβολές στις τιμές των μετάλλων και των εμπορευμάτων. Η OxfordEconomics, για παράδειγμα, στις νέες της αναθεωρημένες προβλέψεις, συνυπολογίζει τον αντίκτυπο της επανεκκίνησης της Κίνας και κάνει λόγο για ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ μόλις κατά 0,15% το 2023, που αντιστοιχεί σε ύφεση και μάλιστα σοβαρή.
Ένας λόγος είναι ότι η κατανάλωση δεν αποτελεί βασικό καταλύτη τόνωσης της κινεζικής οικονομίας. Σίγουρα, όμως, το γεγονός ότι εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζοι θα καταναλώσουν περισσότερο, θα ταξιδέψουν και θα κάνουν μεγάλες αγορές, στην ουσία θα ανοίξουν τα πορτοφόλια τους μετά από χρόνια, θα δώσει μία ώθηση. Πολλά θα κριθούν από την ψυχολογία των Κινέζων, καθώς η αβεβαιότητα για τις οικονομικές προοπτικές έχει επιδεινώσει το κλίμα. Μην ξεχνάμε ότι αν επιβεβαιωθεί η μέτρηση που θέλει την κινεζική οικονομία να εμφανίζει ρυθμό ανάπτυξης 3% το 2022, θα είναι η δεύτερη χαμηλότερη ανάπτυξη - μετά το 2020 - από το μακρινό 1976.
Δεν είναι εύκολο, λοιπόν, να γυρίσει το κλίμα σαν διακόπτης. Ακόμα και αν οι κινεζικές αρχές αποφασίσουν να ρίξουν άπλετη ρευστότητα στο σύστημα μέσω μέτρων στήριξης, έτσι ώστε να πιάσουν τον στόχο για ανάπτυξη 5% φέτος, η OxfordEconomicsεκτιμά τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών σε μόλις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες για το παγκόσμιο ΑΕΠ. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι στην άλλη όψη του νομίσματος, η αλλαγή πολιτικής στην Κίνα και η γρήγορη επανεκκίνηση δύσκολα θα εντείνουν τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις.
Τέλος, το βασικό σενάριο σήμερα αναφέρει ότι μπορεί η κινεζική οικονομία να ανακάμψει και μάλιστα ισχυρά φέτος, όμως οι καταναλωτικές δαπάνες δεν θα αυξηθούν τόσο πολύ όσο είδαμε να συμβαίνει στη Δύση μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Για την ιστορία, να πούμε ότι σύμφωνα με την CEIC, οι συνολικές καταθέσεις στην Κίνα ανήλθαν στα 37,5 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2022, που είναι οι περισσότερες στον κόσμο. Ακολουθούν οι ΗΠΑ με 17,9 τρισ. δολάρια και η Ιαπωνία με 9,4 τρισ. δολάρια, ενώ οι συνολικές καταθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώνονται στα 15,6 τρισ. δολάρια.