Ανοδικά κινήθηκαν και οι τρεις βασικοί δείκτες της αμερικανικής αγοράς μετά τις σημαντικές απώλειες που κατέγραψαν στην πρώτη συνεδρίαση του έτους, χτες, με το βλέμμα των επενδυτών να είναι στραμμένο στην εκλογική μάχη της Τζόρτζια η οποία μπορεί να δώσει τον έλεγχο της Γερουσίας στους Δημοκρατικούς.
Συγκεκριμένα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έκλεισε με άνοδο 167,71 μονάδων (+0,55%), στις 30.391,6 μονάδες, ο διευρυμένος S&P 500 κατέγραψε κέρδη 0,71%, στις 3.726,86 μονάδες, ενώ ακόμα καλύτερη επίδοση παρουσίασε ο τεχνολογικός Nasdaq που σημείωσε άνοδο 120,51 μονάδων (+0,95%), στις 12.818,96.
Οι μετοχές στον τομέα της ενέργειας κινήθηκαν 6,9% υψηλότερα μετά την ανακοίνωση της Σαουδικής Αραβίας ότι θα προχωρήσει μονομερώς σε περικοπή της παραγωγής αργού πετρελαίου τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο. Η εξέλιξη αυτή έδωσε σημαντική ώθηση και στο αργό με το WTI να κλείνει με άλμα 4,85% στα 49,93 δολάρια το βαρέλι.
Στις επιμέρους μετοχές, η Boeing σημείωσε κέρδη 4,3%, τα μεγαλύτερα από τις 30 μετοχές του βιομηχανικού δείκτη και η Chevron έκλεισε με άνοδο 3,2%.
Από τα οικονομικά νέα της ημέρα, ο δείκτης του ινστιτούτου ISM για τη μεταποιητική δραστηριότητα ενισχύθηκε στις 60,7 μονάδες τον περασμένο μήνα. Το επίπεδο αυτό είναι το υψηλότερο από τον Αύγουστο του 2018. Τον Νοέμβριο ο δείκτης βρισκόταν στις 57,5 μονάδες.
Στις υπόλοιπες εξελίξεις που παρακολουθούν οι επενδυτές, οι εκλογές στην Τζόρτζια θα καθορίσουν το εάν οι Ρεπουμπλικάνοι διατηρήσουν τον έλεγχο στη Γερουσία ή θα περάσει στους Δημοκρατικού.
Σύμφωνα με το CNBC, το ενδεχόμενο επικράτησης των δύο Δημοκρατικών υποψηφίων, που θα δώσει στο κόμμα τον έλεγχο του σώματος, εγείρει φόβους ότι θα ανοίξει το δρόμο για αυξημένους φορολογικούς συντελεστές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την αγορά.
Οι Δημοκρατικοί βασίζονται στην κινητοποίηση των Αφροαμερικανών ψηφοφόρων σε αυτή τη συντηρητική Πολιτεία, την οποία κέρδισε οριακά ο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Παράλληλα, διατηρείται η πίεση που ασκεί η έξαρση του κορονοϊού, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όπου τα κρούσματα ξεπέρασαν τα 85 εκατομμύρια όσο και στις ΗΠΑ, όπου έχουν επιβεβαιωθεί πλέον 20,8 εκατ. μολύνσεις.