Παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον τη συζήτηση γύρω από τη φορολογία των «υπερκερδών» των επιχειρήσεων αφού με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ξαναβάζουν στην εικόνα το Χρηματιστήριο. Αρχικά είναι παρήγορο ότι έχουμε μια ευρεία παραδοχή ότι οι εισηγμένες εταιρείες είναι αποδοτικές και έχουν τη δυνατότητα να δείχνουν κέρδη που αν μη τι άλλο είναι και η κινητήριος δύναμη για την αύξηση των αποτιμήσεων της αγοράς.
Από την άλλη πλευρά, το τι σημαίνει για την οικονομία να υπάρχει ένας υγιής κορμός κερδοφόρων εταιρειών μάλλον δεν συγκινεί ιδιαίτερα. Ίσως γιατί ο δημιουργικός λόγος είναι πιο δύσκολος από τους αφορισμούς και τις γενικεύσεις.
Όταν οι επιχειρήσεις είναι αποδοτικές στο βαθμό που είδαμε το 2022, το οικονομικό περιβάλλον δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται «μίζερο». Μίζερη ήταν η περίοδος του 2011, του 2012 και του 2013. Το οικονομικό αποτέλεσμα της τελικής γραμμής των εισηγμένων εταιρειών ήταν βαθιά ζημιογόνο (άνω του 1 δισ. ευρώ) χωρίς τις τράπεζες και συντριπτικά ζημιογόνο με τις ζημιές του PSI και την αύξηση των πιστωτικών απομειώσεων.
Σε αυτήν την τριετία της πραγματικής κρίσης μοιράστηκαν συνολικά 1,7 δισ. ευρώ σε μερίσματα και επιστροφές κεφαλαίου, σχεδόν 800 εκατ. ευρώ λιγότερα από όσα μοίρασαν μόνο για τη χρήση του 2022 οι κατά 100 λιγότερες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο ΧΑ. Τα μεγέθη της είσπραξης των φόρων δεν είναι καθόλου ανάλογα.
Και τούτο διότι σε αυτές τις χρήσεις μόλις το 33% των εταιρειών είναι κερδοφόρες. Άρα και ο εταιρικός φόρος είναι σημαντικά μικρότερος και ο φόρος των μερισμάτων (ακόμα και με υψηλότερο συντελεστή) δεν προσεγγίζει καν τη φετινή επίδοση. Επιπλέον, ένα περιβάλλον κερδοφόρων εταιρειών σημαίνει περισσότερη απασχόληση και πολύ ευχαριστημένους δανειστές με ενήμερα δάνεια.
Πρέπει οι εταιρείες να συμβάλουν στην ανάληψη βαρών που τους αναλογούν; Φυσικά, καμία αντίρρηση ως εκ τούτου πέρυσι επιβλήθηκαν επιπλέον έκτακτοι φόροι στις εταιρείες ενέργειας (περίπου 380 εκατ. ευρώ σε πρώτη φάση με υπολογισμό των μικτών κερδών και 2,9 δισ. ευρώ που αφορούν παρακράτηση εσόδων παραγωγής) και στα διυλιστήρια (650 εκατ. ευρώ).
Παράλληλα όμως οι εταιρείες πρέπει να αναπτύσσονται, να εξυπηρετούν το χρέος τους και να μοιράζουν κάτι στους μετόχους τους. Η ανάπτυξη των εταιρειών είναι κλειδί όχι μόνο για την αύξηση της αξίας τους, αλλά και τη βιωσιμότητά τους.
Αν οι εταιρείες διύλισης δεν πρασινίσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα έως το 2030 θα κλείσουν διότι απλούστατα η αξία των ρύπων που θα παράγουν θα καλύπτει την αξία των κερδών τους. Το ίδιο ισχύει και με την ΔΕΗ, την Μυτιληναίος και την ΓΕΚ.
Επιπλέον, πολλές εταιρείες έχουν καταφέρει να διαφοροποιηθούν γεωγραφικά επιχειρηματικά βελτιώνοντας την εξαγωγική τους επίδοση αναλαμβάνοντας δυσανάλογα επιχειρηματικά ρίσκα σε εμπόλεμες ζώνες ή σε περιοχές με ασταθή συναλλαγματική ισοτιμία.
Η επιτυχία αυτή δεν μπορεί να τιμωρείται όποτε το αποτέλεσμα εξυπηρετεί προεκλογικές εντυπώσεις. Είναι η τέλεια συνταγή για να φύγουν και άλλες εταιρείες, όχι μόνο από το ταμπλό (ποιος επιθυμεί μια θετική δημοσιότητα που μόνο μπελάδες φέρνει;) αλλά από τη χώρα ή στην καλύτερη περίπτωση να χειραγωγηθούν ισολογισμοί με προφανή στόχο τη μείωση της παραγόμενης κερδοφορίας.
Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων δεν είναι μια κουβέντα καφενείου που αβασάνιστα περιφέρεται σε τηλεοπτικά πάνελς αδιάβαστων συνομιλητών. Οφείλει να λάβει υπόψη της επιμέρους συνθήκες που αφορούν οικονομικούς κλάδους, την επαναλαμβανόμενη φύση των κερδών και το πόσο ανταγωνιστικό είναι το φορολογικό καθεστώς στο εξωτερικό.
Αλλιώς μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα διώχνοντας και τους τελευταίους επενδυτές από τη χώρα μας.