Η πορεία των διεθνών αγορών από τα μέσα του Μαρτίου μέχρι τώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μάλλον ομαλή. Από την στιγμή που ξεπεράστηκε το πρώτο σοκ από τα προβλήματα των τραπεζών στις ΗΠΑ, οι επενδυτές φαίνεται πως έχουν χαλαρώσει υποθέτοντας πως οι αυξήσεις στα επιτόκια έχουν φθάσει κοντά στο τέλος τους, πράγμα που τους δίνει αισιοδοξία για την εξέλιξη των πραγμάτων στην οικονομία και τις αγορές. Δεν αποκλείεται να έχουν δίκιο και τα πράγματα να επανέλθουν σταδιακά στην σχετικά ήρεμη κατάσταση που επικρατούσε στις αγορές μέχρι τις αρχές του 2022, κάτι που δεν θα μας στενοχωρούσε καθόλου.
Για να είμαστε όμως ρεαλιστές, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως αυτή την στιγμή υπάρχει γύρω μας ένα πλήθος προβλημάτων που θα μπορούσε να φέρει την οικονομία και τις αγορές σε συνθήκες κρίσης. Ορισμένα από αυτά βρίσκονται σε έξαρση και άλλα υποθέτουμε πως βρίσκονται σε ύφεση ή υπό τον έλεγχό μας. Τι θα γινόταν όμως αν ξαφνικά χρειαζόταν να τα αντιμετωπίσουμε όλα μαζί;
Ο πληθωρισμός είναι το βασικότερο πρόβλημα που μας απασχολεί ήδη από τα μέσα του 2021 και προκάλεσε την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής και την σημαντικότατη αύξηση των επιτοκίων. Μπορεί η πορεία του εδώ και κάποιους μήνες να είναι πτωτική, έστω και ελαφρά, όπως έδειξαν οι χθεσινές ανακοινώσεις στις ΗΠΑ, αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα και εξαιτίας του έχουμε την σημαντική αύξηση του κόστους χρήματος. Μεγάλο μέρος των επενδυτών υποθέτει πως θα αρχίσει σύντομα η αντίστροφη διαδικασία και τα επιτόκια θα αρχίσουν να μειώνονται. Αν ακούσουμε όμως τι μας λένε οι αξιωματούχοι των κεντρικών τραπεζών, δεν θα πρέπει να περιμένουμε την έναρξη αυτής της διαδικασίας πριν έρθει το 2024. Αυτό σημαίνει πως θα συνεχιστεί η πίεση που ασκείται στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και ειδικότερα στις περιφερειακές τράπεζες. Μπορεί να έχουν υποχωρήσει οι φόβοι για άμεση εμφάνιση νέων προβλημάτων σε συγκεκριμένες τράπεζες αλλά δεν είναι καθόλου φρόνιμο να υποθέσουμε πως ο κίνδυνος έχει ξεπεραστεί.
Παράλληλα με τις πιέσεις που δέχονται οι τράπεζες, υπάρχει πάντα ο φόβος πως τα υψηλά επιτόκια θα οδηγήσουν τις δυτικές οικονομίες προς την ύφεση. Μέχρι τώρα φαίνεται πως αυτό αποφεύγεται αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι συνέπειες από την αύξηση των επιτοκίων αργούν να εμφανιστούν, άρα ο κίνδυνος εξακολουθεί να υπάρχει. Στο ζήτημα της πιθανής ύφεσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την διαφαινόμενη αδυναμία της κινεζικής οικονομίας να πετύχει δυνατή ανάκαμψη. Μία συντονισμένη υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας στις δυτικές χώρες και την Κίνα θα είναι σίγουρα μία επικίνδυνη εξέλιξη.
Η ανησυχία σχετικά με την δύναμη της κινεζικής ανάπτυξης φαίνεται και από την καθοδική πορεία των τιμών του χάλυβα και του σιδηρομεταλλεύματος που πάντα επηρεάζονται έντονα από την κινεζική οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτές αποδίδεται και η αδυναμία στις τιμές του αργού πετρελαίου παρά την προσπάθεια των χωρών του ΟΠΕΚ, που αγνόησαν χαρακτηριστικά τις εκκλήσεις των ΗΠΑ, να κρατήσουν τις τιμές ψηλά μειώνοντας την παραγωγή αργού πετρελαίου.
Σημαντική αδυναμία εμφανίζουν και οι τιμές του φυσικού αερίου στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αυτό γενικά δεν είναι κακό γιατί βοηθά την οικονομία, κυρίως στην Ευρώπη, να συνέλθει από το περσινό σοκ της μεγάλης ανόδου των τιμών. Μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι πως οι τιμές θα παραμείνουν χαμηλές;
Διαβάζοντας ένα πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg σχετικά με την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου μας δημιουργήθηκε η εντύπωση πως έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα κλίμα εφησυχασμού, αφού αρκετοί παράγοντες της αγοράς αρχίζουν να μιλούν για σημαντική περαιτέρω μείωση της τιμής του. Κανείς δεν ανησυχεί πλέον (τουλάχιστον φανερά) για πιθανή επανεμφάνιση της ενεργειακής κρίσης που έφερε πέρυσι την Ευρώπη σε πολύ δύσκολη θέση.
Και όμως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι και τόσο απίθανο στην περίπτωση που οι καιρικές συνθήκες πάψουν να ευνοούν την μειωμένη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Αυτό υπενθύμιζε πριν μερικές εβδομάδες και η ρωσική εταιρεία Gazprom, η οποία προειδοποιούσε για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη αν οι καιρικές συνθήκες γίνουν ακραίες για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Προφανώς, η Gazprom θα ήθελε πολύ να δει και πάλι τις τιμές να εκτοξεύονται και την Ευρώπη να αναστατώνεται. Ίσως και να προσπαθήσει να βάλει με κάποιον τρόπο το «χεράκι της». Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχει άδικο όταν λέει πως η επιστροφή της ενεργειακής κρίσης δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Μιλώντας για την Ρωσία μας έρχεται στο μυαλό και ορισμένα ζητήματα γεωπολιτικής φύσεως που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση στην διεθνή οικονομία και τις αγορές. Η έξαρση της αντιπαλότητας μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η προσπάθεια των ΗΠΑ να στραγγαλίσουν την τεχνολογική πρόοδο της Κίνας και οι κινήσεις πολλών χωρών που δεν ανήκουν στον πυρήνα της δυτικής συμμαχίας να προσπαθήσουν να μειώσουν την συμμετοχή του αμερικανικού δολαρίου στο διεθνές εμπόριο είναι κάποια από αυτά. Είναι φανερό πως βρίσκεται σε εξέλιξη μία διαδικασία αλλαγής του παγκόσμιου status quo και σε αμιγώς οικονομικό και γενικότερα σε γεωπολιτικό επίπεδο. Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και κανείς δεν ξέρει τι θα μπορούσε να «πάει πολύ στραβά» ανά πάσα στιγμή.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που θα μπορούσε να προξενήσει μεγάλη ζημιά στο παγκόσμιο οικονομικό κλίμα και τις διεθνείς αγορές, κάτι που όμως δεν έχει καμία σχέση με την διεθνή κατάσταση αλλά μόνο με την εσωτερική κατάσταση στις ΗΠΑ. Αναφερόμαστε στο ζήτημα του δημοσίου χρέους. Όχι τόσο για την επιβάρυνση που αρχίζει σταδιακά να δέχεται ο κρατικός προϋπολογισμός καθώς το αμερικανικό δημόσιο είναι πλέον αναγκασμένο να δανείζεται, μέσω της έκδοσης ομολόγων, με πολύ υψηλότερα επιτόκια απ’ ότι μέχρι πριν μερικούς μήνες. Δυνητικά, αυτή η επιβάρυνση μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στην δημοσιονομική ισορροπία της χώρας και εν τέλει στην οικονομία της.
Αυτό όμως που μπορεί να προκαλέσει ένα μεγάλο και απότομο σοκ σε πολύ μικρό διάστημα από τώρα είναι η πιθανή στάση πληρωμών λόγω της αδυναμίας συνεννόησης μεταξύ του προέδρου Μπάιντεν και της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας της Βουλής στο θέμα της αύξησης του ανώτατου ορίου δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου (debt ceiling).
Θεωρητικά, με βάση τα όσα διαβάζουμε, μπορεί σε λιγότερο από έναν μήνα από τώρα να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Παρότι είναι σχεδόν βέβαιο πως τελικά θα επιτευχθεί κάποιος συμβιβασμός μεταξύ των δύο μερών, πρέπει να υπενθυμίσουμε πως την προηγούμενη φορά που ζήσαμε κάτι τέτοιο, δηλαδή το 2011, ο δείκτης S&P 500 του αμερικανικού χρηματιστηρίου έχασε 17% μέσα σε πολύ λίγες εβδομάδες και πως η τότε πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ δεν ήταν τόσο πολωμένη όσο είναι σήμερα.
Τριγμοί στο τραπεζικό σύστημα από την άνοδο των επιτοκίων, ανησυχία για πιθανή ύφεση στην οικονομία, αυξημένη ένταση σε παγκόσμιο επίπεδο είτε μιλάμε για το διεθνές εμπόριο είτε για την αγορά πετρελαίου, αυξημένη εξάρτηση της ενεργειακής ομαλότητας από τις καιρικές συνθήκες, κομματική φαγωμάρα με απρόβλεπτες συνέπειες στην μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Αυτά και άλλα είναι που μας ανησυχούν. Είναι αρκετά πιθανόν να την γλυτώσουμε και να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε όλα μαζί. Καλό θα είναι όμως να έχουμε στο νου μας και ένα σενάριο «τέλειας καταιγίδας» για την περίπτωση που ό,τι μπορεί να πάει άσχημα θα πάει όντως άσχημα.