Η μέρα που συγκλόνισε το Λονδίνο
shutterstock
shutterstock

Η μέρα που συγκλόνισε το Λονδίνο

Η φετινή χρηματιστηριακή χρονιά είναι τόσο γεμάτη από ασυνήθιστα γεγονότα, τα ένα μετά το άλλο, που χωρίς να το θέλουμε ξεχνάμε πράγματα που δεν είχαμε ξαναδεί στην ζωή μας και μας έκαναν τεράστια εντύπωση. Ένα από αυτά είναι πιθανότατα και η εξωφρενική εκτόξευση της τιμής του νικελίου στο χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου (LME) την Τρίτη 8 Μαρτίου. Όπως ανέφερε ο τίτλος ενός άρθρου του Bloomberg λίγες μέρες αργότερα, «18 λεπτά διαπραγμάτευσης σε συνθήκες χάους έσπασαν την αγορά νικελίου». H υπόθεση αυτή είχε πάρει τότε τεράστια δημοσιότητα και βέβαια είχε απασχολήσει και εμάς (https://www.liberal.gr/agores/i-ektoxeysi-toy-nikelioy-o-big-long-kai-o-big-short).

Για να θυμηθούμε τα γεγονότα λίγο περιληπτικά, μέσα σε τρεις χρηματιστηριακές συνεδριάσεις η τιμή του νικελίου στο LME ανέβηκε από τα 25.000 δολάρια/τόνο στα 100.000 δολάρια/τόνο. Τα 18 λεπτά στα οποία αναφερόταν το άρθρο του Bloomberg ήταν το διάστημα ανάμεσα στις 05:42 π.μ. και 06:00 π.μ. το πρωί της 8ης Μαρτίου, μόλις ξεκινούσε η χρηματιστηριακή ημέρα στο LME. Την προηγούμενη μέρα, 7 Μαρτίου το νικέλιο είχε ανέβει κατά 66%, στα 48.000 δολάρια/τόνο και το επόμενο πρωί, μέσα σε αυτά τα 18 λεπτά το νικέλιο διέγραψε μία ξέφρενη πορεία και έφθασε στις 100.000 δολάρια/τόνο πριν υποχωρήσει λίγο. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή, αφού το LME αποφάσισε τελικά να ακυρώσει όλες τις πράξεις που έγιναν την 8η Μαρτίου, επικαλούμενη το συμφέρον της αγοράς και τον κίνδυνο πρόκλησης τεράστιων ζημιών στους συναλλασσόμενους και τα μέλη του χρηματιστηρίου. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και τριάντα χρόνια που το χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου αναγκάστηκε να ακυρώσει συναλλαγές και ο θόρυβος που προκλήθηκε ήταν εκκωφαντικός. Πάρα πολλοί συναλλασσόμενοι διαμαρτυρήθηκαν λέγοντας πως η ακύρωση των συναλλαγών τους στέρησε από μεγάλα κέρδη που είχαν αποκομίσει από τις κινήσεις τους και ορισμένοι από αυτούς ακολούθησαν τελικά την νομική οδό. Η αγωγή που άσκησαν δύο μεγάλοι «παίκτες» της αγοράς, το hedge fund Elliott και το Jane Street, ένας από τους market makers του χρηματιστηρίου, έφθασε τελικά στα δικαστήρια του Λονδίνου, τα οποία θα κρίνουν αν το LME και οι θυγατρικές του θα πρέπει να αποζημιώσουν τους δύο επενδυτές, οι οποίοι ζητούν 472 εκατομμύρια δολάρια. Οι δύο ενάγοντες υποστηρίζουν πως η απόφαση του χρηματιστηρίου να ακυρώσει τις συναλλαγές ήταν παράνομη και πέρα από τις αρμοδιότητές του και πως αυτή η απόφαση είχε ως σκοπό την προστασία της Tsingshan, του κινεζικού βιομηχανικού κολοσσού που είχε πουλήσει πολύ μεγάλες ποσότητες νικελίου και θα έχανε αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια αν η τιμή του μετάλλου παρέμενε στα ύψη. 

Η ανάγνωση των εγγράφων που κατέθεσε το LME στο αγγλικό δικαστήριο προς υπεράσπιση της θέσης του μας δίνει μία πολύ καλή ευκαιρία να μάθουμε από κοντά περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τους κινδύνους που προκάλεσε η μετεωρική άνοδος του νικελίου για το ίδιο το χρηματιστήριο, τα μέλη και τους συναλλασσόμενους. Οι δημοσιογράφοι του Bloomberg, των Financial Times, του Reuters και των άλλων διεθνών πρακτορείων πήραν στα χέρια τους αυτά τα έγγραφα και τα σχετικά ρεπορτάζ έκαναν την εμφάνισή τους προχθές Δευτέρα. Όπως είναι φυσικό, το LME απορρίπτει όλες τις κατηγορίες και υποστηρίζει πως όλες οι κινήσεις του ήταν όχι μόνο νόμιμες αλλά και απολύτως αναγκαίες υπό τις συνθήκες που επικράτησαν την 8η Μαρτίου. Σχετικά με τον ισχυρισμό των εναγόντων περί της πρόθεσης του χρηματιστηρίου να προστατέψει την κινεζική βιομηχανία από πιθανές ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων, η διοίκηση του LME απαντά λέγοντας πως απλούστατα δεν γνώριζε πως η κινεζική επιχείρηση είχε πουλήσει τόσο μεγάλες ποσότητες νικελίου (οι πουλημένες ποσότητες ήταν πάνω από 100.000 τόνοι νικελίου) και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να ξέρει πως κινδύνευε να πραγματοποιήσει τεράστιες ζημιές. Αυτή η απάντηση είναι μάλλον αναμενόμενη και δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για εμάς. 

Αντίθετα, πολύ ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή της κατάστασης που επικράτησε την 7η και την 8η Μαρτίου στο LME. Σύμφωνα με ό,τι υποστηρίζουν οι δικηγόροι του LME, ήδη από την Δευτέρα 7 Μαρτίου, όταν η τιμή του νικελίου ανέβηκε κατά 66% αρκετά μέλη του χρηματιστηρίου είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν προβλήματα, καθώς δυσκολευόντουσαν να πληρώσουν στο σύστημα εκκαθάρισης μεγάλα ποσά που όφειλαν οι πελάτες τους διότι η μεγάλη άνοδος της τιμής ανέβαζε τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο χρηματιστήριο (εδώ είναι καλό να υπενθυμίσουμε πως οι περισσότεροι συναλλασσόμενοι στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων και μετάλλων κινούνται με πίστωση, καταθέτοντας στο σύστημα εκκαθάρισης ένα μικρό μέρος της συνολικής αξίας της θέσης τους. Αν δεν μπορούν να καταβάλουν τις πρόσθετες εγγυήσεις τότε υπόλογα είναι τα μέλη του χρηματιστηρίου, δηλαδή οι χρηματιστές τους). Τρία μέλη αντιμετώπιζαν πρόβλημα από την αρχή της συνεδρίασης και η κατάσταση χειροτέρευε με την πάροδο του χρόνου, καθώς η τιμή του νικελίου ανέβαινε. Στις 13:15 της 7ης Μαρτίου, το LME είχε ήδη ζητήσει από μέλη του να καταβάλλουν πρόσθετες εγγυήσεις ύψους επτά δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι υπεύθυνοι του συστήματος εκκαθάρισης, οι οποίοι ζητούν πρόσθετες εγγυήσεις από τα μέλη όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν, φοβήθηκαν πως πολλά μέλη δεν ήταν πλέον σε θέση να καταβάλουν τις απαραίτητες εγγυήσεις. Έτσι σταμάτησαν να απαιτούν επιπλέον χρήματα παρά το γεγονός πως η άνοδος του νικελίου συνεχιζόταν και οι απαιτούμενες εγγυήσεις αυξάνονταν περαιτέρω. Αυτό ήταν κάτι που δεν προβλέπεται από τον κανονισμό λειτουργίας του χρηματιστηρίου και ίσως να έγινε με την ελπίδα πως την επόμενη ημέρα η κατάσταση θα καλυτέρευε και το νικέλιο θα άρχιζε να πέφτει. Η 7η Μαρτίου έκλεισε λοιπόν χωρίς περαιτέρω οχλήσεις προς τα μέλη του χρηματιστηρίου και με την διοίκηση και τους υπεύθυνους του συστήματος εκκαθάρισης μάλλον να ….. κάνουν την προσευχή τους. 

Η προσευχή όμως δεν εισακούσθηκε, και μόλις ξεκίνησαν οι συναλλαγές τα χαράματα της 8ης Μαρτίου η κατάσταση βγήκε πολύ γρήγορα εκτός ελέγχου, όπως περιγράψαμε παραπάνω με τα περίφημα πλέον 18 λεπτά. Για τους υπεύθυνους της εκκαθάρισης, οι οποίοι ενημέρωσαν και την διοίκηση του χρηματιστηρίου, η κατάσταση θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο. Η άνοδος της τιμής προς τα 100.000 δολάρια/τόνο είχε ανεβάσει τις υποχρεώσεις των μελών σε τόσο υψηλά επίπεδα που ήταν βέβαιο πως κάποια από αυτά θα δήλωναν αδυναμία τακτοποίησής τους. Στα νομικά τους έγγραφα που κατέθεσαν οι δικηγόροι του LME αναφέρεται πως αν δεν ακυρώνονταν οι συναλλαγές, τα μέλη του χρηματιστηρίου θα έπρεπε να καταβάλουν 19,75 δισεκατομμύρια δολάρια σαν επιπλέον εγγυήσεις προς το σύστημα εκκαθάρισης. Όπως αναφέρουν οι εκπρόσωποι του χρηματιστηρίου, αυτό το ποσό είναι περίπου 10πλάσιο του προηγούμενου αντίστοιχου ρεκόρ. Σύμφωνα με αυτούς, τουλάχιστον επτά μέλη του χρηματιστηρίου θα οδηγούνταν σε ουσιαστική πτώχευση, το σύστημα εκκαθάρισης θα υφίστατο ζημιές της τάξης των 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων και θα απαιτούσε άλλα 1,22 δισεκατομμύρια δολάρια σαν συνεισφορά των υπόλοιπων μελών του χρηματιστηρίου. Η απαίτηση αυτή θα οδηγούσε άλλα πέντε μέλη σε αδυναμία λειτουργίας. Η υπερασπιστική γραμμή του χρηματιστηρίου είναι ξεκάθαρη: αν δεν ακύρωνε τις συναλλαγές της 8ης Μαρτίου, θα ξεκινούσε η πορεία του LME και των μελών του προς τον θάνατο και θα δημιουργούντο τεράστια προβλήματα στην παγκόσμια αγορά μη σιδηρούχων μετάλλων, τα οποία διαπραγματεύονται κατά κόρον στο βασικότερο χρηματιστήριο μετάλλων του κόσμου. Πέρα από αυτό, υποστηρίζει πως το καταστατικό του προβλέπει την λήψη εκτάκτων μέτρων αν οι καταστάσεις το επιβάλουν, πράγμα που σημαίνει πως όλες οι αποφάσεις και οι πράξεις της διοίκησης του χρηματιστηρίου και του συστήματος εκκαθάρισης είναι απόλυτα νόμιμες και ήταν και απόλυτα επιβεβλημένες εκείνη την στιγμή.

Δεν διαθέτουμε τις απαραίτητες νομικές γνώσεις για να κάνουμε την οποιαδήποτε πρόβλεψη σχετικά με το αν η αγωγή του Elliott και της Jane Street θα γίνει δεκτή. Μπορούμε να παρατηρήσουμε όμως πως η θέση της διοίκησης του χρηματιστηρίου το πρωί της 8ης Μαρτίου ήταν όντως πολύ δύσκολη και ίσως δεν είχε άλλη επιλογή. Αν όμως μπορούσε να έχει κάνει κάτι την προηγούμενη μέρα για να αποφύγει αυτό που έγινε εκείνη την Τρίτη είναι μία άλλη υπόθεση, η οποία θα μπορούσε πιθανώς να απασχολήσει και το δικαστήριο. Το μόνο βέβαιο είναι πως αυτή η υπόθεση δεν έχει τελειώσει ακόμα και θα μας δώσει την ευκαιρία να ασχοληθούμε και πάλι με αυτήν.