Αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτείνει η Κομισιόν, που θα επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να διαπραγματεύονται τα σχέδια μείωσης του δημοσίου χρέους και μακρύτερη διάρκεια που θα συνδέεται με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, ωστόσο, μερικά μέλη της Ένωσης μαζί με τη Γερμανία εκφράζουν σκεπτικισμό.
Η αλλαγή που προτείνεται να αντικαταστήσει την ενιαία υποχρέωση ετήσιας μείωσης του χρέους κατά ένα εικοστό για τα ποσά που υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ επιδιώκει να αποβάλλει την αντίληψη οτι η υποχρέωση είναι κάτι που επιβάλλεται από το εξωτερικό, από τις Βρυξέλλες, και να κάνει τα σχέδια μείωσης του χρέους «ιδιοκτησία» των ίδιων των κυβερνήσεων.
Μερικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όμως, μαζί με το Βερολίνο ανησυχούν οτι τα μακρύτερης διάρκειας σχέδια μείωσης του χρέους που θα διαπραγματευτεί η κάθε χώρα μπορεί να ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να αναβάλλουν τις δύσκολες αποφάσεις μέχρι το τέλος της προθεσμίας.
Οι αλλαγές είναι αναγκαίες καθώς η αύξηση του δημοσίου χρέους στις χώρες της ΕΕ λόγω των μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις την περίοδο της πανδημίας COVID-19 έχει καταστήσει τις υπάρχουσες απαιτήσεις μείωσης του χρέους υπερβολικά φιλόδοξες και μη ρεαλιστικές.
Η Κομισιόν στοχεύει σε ένα πιο απλό σύστημα δημοσιονομικών κανόνων με μεγαλύτερο βαθμό ιδιοκτησίας από την κάθε χώρα και μεγαλύτερη ευελιξία που θα συνδυάζεται όμως με πιο ισχυρό πλαίσιο μέτρων επιβολής, διεμήνυσε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Valdis Dombrovskis, την Τετάρτη.
Μια άλλη αλλαγή που προτείνει η Κομισιόν είναι η εστίαση στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, δηλαδή τις δημοσιονομικές δαπάνες που δεν περιλαμβάνουν τα κόστη εξυπηρέτησης του χρέους, κάτι που είναι άμεσα παρατηρήσιμο και υπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων.
Η αλλαγή αυτή θα ικανοποιήσει την ένσταση των κυβερνήσεων εδώ και καιρό, οτι οι κανονισμοί δίνουν προσοχή στο δομικό έλλειμμα κάθε χώρας, έναν πολύπλοκο δείκτη που δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμος και που συχνά δέχεται σημαντικές αναθεωρήσεις.
Οι προτάσεις της Κομισιόν πρόκειται να συζητηθούν με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και μετά στο ευρωκοινοβούλιο με στόχο να νομοθετηθούν πριν κλείσει το 2023.
Η Κομισιόν προτείνει οτι οι χώρες-μέλη θα έχουν τέσσερα χρόνια για να θέσουν το χρέος τους σε καθοδική τροχιά μέσω των κατάλληλων πρωτογενών δαπανών κάθε έτος. Αυτό θα ελαφρύνει την πίεση γρήγορης προσαρμογής σε χώρες με βαρύ φορτίο χρέους όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, των οποίων το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 148% και 186% του ΑΕΠ αντίστοιχα.
Οι χώρες με βαρύ φορτίο χρέους θα πρέπει να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια σε σύγκριση με άλλες που έχουν ελαφρύτερα φορτία, ωστόσο, το όριο των τεσσάρων ετών θα μπορεί να επιμηκυνθεί στα επτά αν το διακιολογούν οι επενδύσεις σε τομείς που αποτελούν προτεραιότητα για την ΕΕ, όπως η κλιματική αλλαγή ή οι μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.
Η συμμετοχή των δημοσίων επενδύσεων είναι σημαντικός παράγοντας για χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία καθώς ισχυρίζονται οτι ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, το δημογραφικό πρόβλημα και η ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δυνατοτήτων μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αξίζουν ειδική μεταχείριση.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να συγκρατούν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και να προσπαθούν να μειώσουν το δημόσιο χρέος τους κάτω από το 60% του ΑΕΠ, όπως πριν.
Θα συνεχίσουν να υπάρχουν πειθαρχικές κυρώσεις σε περίπτωση που υπερβούν το ταβάνι για το δημοσιονομικό έλλειμμα ή τα όρια για τις δαπάνες με μικρότερα μεν αλλά ταχύτερα πρόστιμα για την παραβίαση των ορίων.
Το στρατόπεδο των πιό «λιτοδίαιτων» βορείων χωρών της ΕΕ με ηγέτη τη Γερμανία επιμένει για πιο ισχυρό πλαίσιο επιβολής ενώ παραμένει ο σκεπτικισμός για τις νέες ιδέες της Κομισιόν. Ο κύριος λόγος έχει να κάνει με το ότι μερικές πρωτεύουσες θεωρούν οτι η Κομισιόν είναι πολύ χαλαρή στην επιβολή των κανόνων.
Στην αναθεώρηση των κανόνων της ΕΕ το 2011, οι κυβερνήσεις είχαν συμφωνήσει οτι τα πρόστιμα που θα πρότεινε η Κομισιόν για περιπτώσεις υπερβολικών ελλειμμάτων να είναι δύσκολο να σταματήσουν. Ωστόσο, η Κομισιόν δεν πρότεινε ποτέ πρόστιμα παρόλο που υπήρξαν ξεκάθαρες παραβιάσεις των ορίων επανειλλημμένα από τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.