Η καταρρέουσα τουρκική οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

Η καταρρέουσα τουρκική οικονομία

Μπορεί οι προεδρικές εκλογές της Κυριακής να μην ανέδειξαν νικητή αλλά ελάχιστοι αμφιβάλλουν πως το βράδυ της 28ης Μαΐου ο πρόεδρος Ερντογάν θα κερδίσει για τρίτη φορά και θα παραμείνει πρόεδρος της χώρας. Δεδομένου δε του ότι το κόμμα του πήγε καλά στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν ταυτόχρονα, φαίνεται πως θα συνεχίσει να κυβερνά με άνεση την γειτονική μας χώρα για αρκετά ακόμα χρόνια. 

Μαζί με τις ελπίδες των αντιπάλων του που δεν μπόρεσαν για μία ακόμα φορά να τον κερδίσουν εκλογικά, παρά την δημιουργία του μεγάλου συνασπισμού υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, φαίνεται πως σβήνουν και οι ελπίδες των αγορών για άμεση επιστροφή στην οικονομική ορθοδοξία. Αυτό έγινε φανερό από την πρώτη αντίδραση στα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών.

Το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε με σημαντική πτώση που σε κάποια στιγμή έφθασε και το 6,7%. Εξαιτίας της σημαντικής πτώσης διακόπηκαν προσωρινά οι συναλλαγές αλλά τελικά η αγορά δεν κατάφερε να ανακάμψει ουσιωδώς και έκλεισε την ημέρα πεσμένη κατά 6,14%.

Η απογοήτευση των επενδυτών φάνηκε και από την πτώση της τουρκικής λίρας απέναντι στο αμερικανικό δολάριο. Το νόμισμα της χώρας βρέθηκε σε νέα ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κοντά στις 19,68 λίρες ανά δολάριο. Και αυτό παρά την φημολογούμενη παρέμβαση των τοπικών τραπεζών οι οποίες πουλούσαν δολάρια στην προσπάθειά τους να συγκρατήσουν την πτώση της λίρας. 

Οι αντιδράσεις αυτές είναι ενδεικτικές της ανησυχίας που επικρατεί σε σχέση με το μέλλον της τουρκικής οικονομίας. Μπορεί ο πρόεδρος Ερντογάν να υποστηρίζει (όχι εντελώς αβάσιμα) πως έχει αναβαθμίσει τον γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας και πως η θητεία του έχει συνδυαστεί με την ανάπτυξη της βιομηχανίας της χώρας, αλλά τα προβλήματα της οικονομίας είναι πολύ μεγάλα και δεν αποκλείεται να γίνουν ακόμα μεγαλύτερα αν ο Τούρκος πρόεδρος δεν αποφασίσει να κάνει κάποιες αλλαγές στην οικονομική του πολιτική.

Ποια είναι τα προβλήματα; Πρωτίστως ο πολύ υψηλός πληθωρισμός που έχει πλήξει καίρια την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο μεγάλου μέρους των πολιτών της χώρας. Συνδεδεμένη με τον πληθωρισμό είναι και η συνεχής πτώση της λίρας απέναντι στα μεγάλα νομίσματα.

Ενδεικτικά αναφέρουμε πως πριν δέκα χρόνια χρειάζονταν λιγότερο από 1,90 λίρες για την αγορά ενός δολαρίου ΗΠΑ και με την σημερινή ισοτιμία απαιτούνται σχεδόν 20 λίρες. Δηλαδή η υποχώρηση της λίρας απέναντι στο δολάριο είναι της τάξης του 90% μέσα σε μία δεκαετία. Η συνεχής υποχώρηση σχετίζεται άμεσα και με το βασικότερο στοιχείο της ανορθόδοξης οικονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών, αυτό δηλαδή της μείωσης των επιτοκίων τη στιγμή που ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός.

Η πολιτική αυτή οδηγεί το νόμισμα σε συνεχή πτώση, κάτι που με την σειρά του δυσκολεύει πολύ την καταπολέμηση του πληθωρισμού αφού όλα τα εισαγόμενα αγαθά γίνονται αυτομάτως ακριβότερα. Κάτι που πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι πως η λίρα έχει πέσει σε τόσο χαμηλό επίπεδο παρά τους περιορισμούς που υπάρχουν στην κίνηση κεφαλαίων, οι οποίοι έχουν επιβληθεί σε μεγάλο βαθμό για την ανάσχεση της πτώσης της.

Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε πως πολύ συχνά οι μεγάλες τράπεζες της χώρας αναγκάζονται (ή εξαναγκάζονται) να στηρίξουν την λίρα πουλώντας δολάρια. Συνέπεια της ανορθόδοξης αυτής πολιτικής είναι και η σημαντική μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας.

Σύμφωνα με στοιχεία της S&P Global Ratings που αναφέρονται σε άρθρο του Reuters, αυτά έχουν κατέβει στα 37,7 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή ανέρχονται περίπου στο 20% του βραχυπρόθεσμου εξωτερικού χρέους της χώρας.

Απόλυτα ενδεικτικό της απροθυμίας των διεθνών επενδυτών να εμπιστευθούν τα τουρκικά περιουσιακά στοιχεία είναι και το γεγονός πως η συνολική αξία των τουρκικών μετοχών και ομολόγων που κατέχουν στα χέρια τους οι διεθνείς επενδυτές ανερχόταν (σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε το Bloomberg) την προηγούμενη Παρασκευή στα 24 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, ενώ πριν δέκα χρόνια η αξία τους ήταν περίπου 152 δισεκατομμύρια δολάρια.

Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τις κακές σχέσεις της ηγεσίας της χώρας με τις περισσότερες δυτικές χώρες, πράγμα που κάνει ακόμα πιο δύσκολη την προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Κάποιοι μπορεί να πουν πως αυτό δεν κοστίζει τόσο στη χώρα, αφού ο πρόεδρος Ερντογάν έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να προσελκύσει σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, μετά την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία και τις άλλες χώρες της περιοχής.

Κάτι άλλο που μπορεί να υποστηριχθεί είναι πως οι καλές σχέσεις με την Ρωσία και τον πρόεδρο Πούτιν αντισταθμίζουν μέχρις ενός σημείου τα υπόλοιπα προβλήματα της οικονομίας, καθώς υπάρχει μία συνεχής ροή αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την χώρα.

Καθώς οι οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ της Τουρκίας και των Ρώσων και Αράβων δεν είναι και πολύ διαφανείς, είναι πιθανόν η πραγματική βοήθεια προς την χώρα να είναι πιο μεγάλη από όσο υπολογίζουμε στην Δύση και αυτό να εξηγεί και την μεγαλύτερη της αναμενόμενης αντοχή που δείχνει η τουρκική οικονομία. 

Ακόμα όμως και αν αυτό αληθεύει, έστω και εν μέρει, είναι γεγονός πως η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Αν ο πρόεδρος Ερντογάν επιμείνει στην ίδια οικονομική πολιτική, η λίρα θα συνεχίσει την πτώση της, τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας θα μειωθούν ακόμα περισσότερο στην προσπάθεια επιβράδυνσης του ρυθμού πτώσης της λίρας ενώ ο πληθωρισμός θα είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί.

Αν αποφασίσει να την αλλάξει, έστω και σταδιακά, λογικά θα δούμε σημαντική αύξηση των επιτοκίων. Συνέπεια μίας τέτοιας αύξησης θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης, αύξηση των επιτοκίων θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στις τράπεζες που, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκτιμήσεις του διεθνούς οικονομικού Τύπου, έχουν πιεστεί να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων με χαμηλά επιτόκια.

Το τι μπορεί να πάθει μία τράπεζα που έχει επενδύσει μεγάλα ποσά σε ομόλογα μακράς διαρκείας όταν αρχίσει η άνοδος των επιτοκίων, το είδαμε πρόσφατα στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα που λέμε και εμείς μερικές φορές.

Η λογική λέει πως τα χρονικά περιθώρια δεν είναι πολύ μεγάλα και ο πρόεδρος Ερντογάν θα πρέπει σύντομα να αποφασίσει τι θα κάνει, λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψη του και κάτι που δεν τον απασχολούσε πριν τον Φεβρουάριο: τις τεράστιες ανάγκες σε κεφάλαια για την ανοικοδόμηση των περιοχών που επλήγησαν από τον μεγάλο και πολύνεκρο σεισμό

Σε κάποια άλλη παρόμοια περίπτωση, μία από τις πιθανότερες λύσεις προκειμένου να βγει η χώρα από το διαφαινόμενο αδιέξοδο θα θεωρείτο η προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τώρα όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πολύ εύκολο. Όχι μόνο γιατί επί της θητείας του Ερντογάν η χώρα σταμάτησε να εξαρτάται από το ΔΝΤ και η επιστροφή στα παλιά θα έκανε μεγάλη ζημιά στη δημόσια εικόνα του αλλά και γιατί οι σχέσεις του με πολλές δυτικές χώρες δεν βρίσκονται σε καλό σημείο.

Ένα εντελώς θεωρητικό ενδεχόμενο είναι αυτό της οργάνωσης ενός μηχανισμού βοήθειας από τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του Περσικού Κόλπου, κάτι ας πούμε σαν ένα αραβικό «σχέδιο Μάρσαλ», με την βοήθεια του οποίου θα μπορούσε να ξεπεραστεί η ανάγκη για κεφάλαια από την Δύση και να χρηματοδοτηθεί η προσπάθεια ανοικοδόμησης. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έχουμε ακούσει κάτι σχετικό ούτε μα φαίνεται ιδιαιτέρως πιθανό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αρκετές χώρες της περιοχής θα σπεύσουν να βοηθήσουν σε αυτή την προσπάθεια, είναι όμως πολύ δύσκολο να φανταστούμε πως οι τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες που συνεπάγεται η ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών θα μπορέσουν να καλυφθούν χωρίς την συμμετοχή διεθνών (κυρίως δυτικής προέλευσης) κεφαλαίων. 

Η κατάσταση της οικονομίας της Τουρκίας ήταν προβληματική και πριν τον φοβερό σεισμό, έχει δυσκολέψει όμως πολύ μετά από αυτόν. Τα περιθώρια ελιγμών του προέδρου Ερντογάν είναι περιορισμένα. Αν θέλει να αποφύγει τον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονομίας μερικούς μήνες μετά το ξεκίνημα της τρίτης προεδρικής θητείας του, θα πρέπει σύντομα να βγάλει κάποιον άσο από το μανίκι του.

Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου απλό, καθώς θα πρέπει να βελτιώσει τις σχέσεις του με τις δυτικές χώρες χωρίς να εγκαταλείψει τον ρόλο του διεθνούς μεσολαβητή που έχει αναλάβει από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και χωρίς να διακινδυνεύσει τις προνομιακές του σχέσεις με την Ρωσία και τον πρόεδρό της.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να δώσει την εντύπωση, προς το εσωτερικό της χώρας του, πως ό,τι κάνει το κάνει από θέση ισχύος. Όλα αυτά ακούγονται πολύ δύσκολα και ίσως είναι ακόμα δυσκολότερα. Ό,τι όμως και να πούμε για τον πρόεδρο Ερντογάν, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως έχει ανατρέψει πολλές φορές τα εις βάρος του προγνωστικά. Για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει και πάλι.