Η ενεργειακή κρίση, η αύξηση των τιμών των βιομηχανικών πρώτων υλών, η αύξηση των επιτοκίων, αλλά και μια σειρά από αστάθμητους και ευμετάβλητους παράγοντες επηρεάζουν την επιχειρηματική και οικονομική πορεία των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Επομένως τα αποτελέσματα των οικονομικών χρήσεων θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με το παιδικό σοκολατάκι «kinder έκπληξη», που το άνοιγμα τους επιφυλάσσει ένα διαφορετικό δώρο κάθε φορά.
Με τη διαφορά πως στο χρηματιστήριο η «έκπληξη» αφορά την πορεία μιας εταιρείας, τον κύκλο εργασιών της, τα περιθώρια της κερδοφορίας της, το κόστος εξυπηρέτησης των δανειακών της υποχρεώσεων, καθώς και τα τελικά της κέρδη ή τις ζημίες της.
Με τη λογική λοιπόν ότι τα πάντα μεταβάλλονται με ταχύτητα μεγαλύτερη από το αντίστοιχο χρονικό περιθώριο των εξαμήνων, με βάση το οποίο οι εισηγμένες εταιρείες πρέπει να δημοσιεύουν τις λογιστικές τους καταστάσεις και τα αποτελέσματα χρήσεως, η πρωτοβουλία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να ζητήσει από τις εισηγμένες να δημοσιεύσουν συνοπτικά τα οικονομικά τους αποτελέσματα που αφορούν το τρίτο τρίμηνο (Q3) και το σύνολο του εννεαμήνου (Q1-Q3), μαζί με ορισμένες βασικές πληροφορίες για τα οικονομικά τους στοιχεία και την πιθανή επίδραση της ενεργειακής κρίσης στις δραστηριότητές τους, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Διότι δεν είναι δυνατόν η επενδυτική κοινότητα να αδυνατεί να παρακολουθεί στενότερα, όλα όσα συμβαίνουν σε μια εισηγμένη εταιρεία, ειδικά σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από υψηλή μεταβλητότητα των βασικότερων παραγόντων που επηρεάζουν την οικονομική πορεία των εταιρειών. Και να «ζει στο σκοτάδι» για έξι μήνες, περιμένοντας την ανακοίνωση οικονομικών δεδομένων που έχουν πλέον ιστορική σημασία και μόνο, αφού αποτελούν μια φωτογραφία από το παρελθόν.
Όσοι είναι παλαιότεροι στο Χρηματιστήριο Αθηνών θυμούνται πως οι εισηγμένες εταιρείες ήταν υποχρεωμένες να δημοσιεύουν πλήρεις οικονομικές καταστάσεις ανά τρίμηνο, Q1, Q2, Q3, Q4. Οπότε η επενδυτική κοινότητα είχε μια πληρέστερη εικόνα των εταιρειών κατά τη διάρκεια των τριμήνων, των εξαμήνων και τα εννεαμήνων. Η προηγούμενη διοίκηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επί κυβερνήσεως Τσίπρα – Καμμένου είχε χρεωθεί με τη λανθασμένη απόφαση της κατάργησης της ρύθμισης που αφορούσε την υποχρέωση των εισηγμένων εταιρειών να δημοσιεύουν πλήρως τις οικονομικές τους καταστάσεις για το πρώτο και το τρίτο τρίμηνο. Υποτίθεται πως η απόφαση αυτή είχε ληφθεί στο όνομα της ελάφρυνσης του κόστους παραμονής των εισηγμένων εταιρειών στο χρηματιστήριο. Μια ελάφρυνση που δεν ελάμβανε υπ’ όψιν της, τις απαιτήσεις της επενδυτικής κοινότητας, των θεσμικών επενδυτών και των μικρομετόχων. Και μια ελάφρυνση που σε βάθος χρόνου θα κόστιζε στις ίδιες τις εταιρείες, καθώς η απουσία διαφάνειας και ενημέρωσης αποτελεί βασικό ανασταλτικό παράγοντα στην προσέλκυση των επενδυτών.
Είναι δυνατόν σήμερα, οι επενδυτές να έχουν σαν σημείο αναφοράς τις λογιστικές καταστάσεις του πρώτου εξαμήνου, ενώ πλησιάζουμε στο τέλος του έτους και γίνονται ήδη οι πρώτες εκτιμήσεις για το επόμενο τρίμηνο που είναι το Q1 του 2022;
Φυσικά οι μεγάλες εισηγμένες εταιρείες που σέβονται τους μετόχους τους, τους αναλυτές και την ευρύτερη επενδυτική κοινότητα ανακοινώνουν τα αποτελέσματα τους ανά τρίμηνο, προβαίνουν τις προβλέψεις τους για το επόμενο τρίμηνο και δίνουν μια πλήρη και διαφανή εικόνα της πορείας τους.
Εκτιμούμε πως η διοίκηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς θα πρέπει να προβεί στην εκ νέου θεσμοθέτηση του μέτρου της υποχρεωτικής και πλήρους δημοσίευσης των οικονομικών στοιχείων όλων των εταιρειών ανά τρίμηνο. Που να συνοδεύεται μάλιστα από προβλέψεις και από αναλύσεις των παραγόντων που θα μπορούσαν δυνητικά να επηρεάσουν την πορεία των εταιρειών το επόμενο χρονικό διάστημα.
Οι εταιρείες δεν πρέπει να φοβούνται τη διαφάνεια. Οι επενδυτές λατρεύουν και ακολουθούν τις εταιρείες που προσφέρουν πληροφόρηση και ανάλυση για όλα όσα συμβαίνουν, στο κλειστό εταιρικό οικοσύστημά τους, στον κλάδο τους και στον ανταγωνισμό τους. Οι επενδυτές συγχωρούν μια εταιρική αποτυχία, ένα ατυχές τρίμηνο, ακόμα και την εμφάνιση ζημιών. Εκείνο που δεν συγχωρούν είναι την απουσία πληροφόρησης, καθώς και την παραπληροφόρηση.
Όσον αφορά στο επιπλέον κόστος, που θα κληθούν να καλύψουν οι εταιρείες, υπάρχουν δύο απαντήσεις. Η πρώτη είναι ότι η συμμετοχή στη χρηματιστηριακή αγορά και η πρόσβαση σε κεφάλαια τρίτων συνοδεύεται από υποχρεώσεις, απέναντι στο επενδυτικό κοινό. Και η δεύτερη είναι πως το «πρόσκαιρο κόστος», θα κεφαλοποιηθεί κατά τη διάρκεια της αναζήτησης και της προσέλκυσης νέων κεφαλαίων όταν αυτό κριθεί απαραίτητο από την ίδια την εταιρεία.