Ο βασικότερος παράγοντας που επηρεάζει βραχυπρόθεσμα τις χρηματαγορές διεθνώς, είναι αδιαμφισβήτητα η προβληματική που έχει προκύψει για τις προσδοκίες των επενδυτών σχετικά με την αύξηση (ή όχι) των επιτοκίων στις ΗΠΑ.
Η υπόθεση της ενδεχόμενης δέσμευσης της Fed για άρση της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης με προεκτάσεις στο - μηδενικό - ύψος επιτοκίου αναφοράς προέρχεται από τη συμπεριφορά της τιμής των ομολόγων των ΗΠΑ, όπου και παρατηρείται μια επίμονη και συνεχιζόμενη τάση πώλησής τους στο ταμπλό.
Έτσι, οι αποδόσεις στη λήξη αυξάνονται (τρέχοντα επίπεδα +1.6% στο 10ετές), παρά το μηδενικό επιτόκιο αναφοράς. Η απόκλιση αυτή δεν δικαιολογείται καθώς είναι παράλογο ένας ομολογιούχος (είτε ιδιώτης, είτε Α/Κ) να πουλάει ένα ομόλογο με τόσο σχετική υψηλή απόδοση στη λήξη, όταν δεν υπάρχει κάποια άλλη διαθέσιμη πηγή σταθερού εισοδήματος με έστω και παραπλήσια απόδοση, τουλάχιστον χωρίς τον κίνδυνο να αλλάξει το νόμισμα έκδοσης.
Η συμπεριφορά αυτή, δηλαδή η πώληση των ομολόγων ακόμα και με τόσο υψηλότερη απόδοση από το μέσο επιτόκιο αναφοράς προδιαθέτει για μια ισχυρή μεταβολή στη μακροοικονομία, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα 1-3 ετών.
Στην περίπτωση αυτή εξάγονται υποθετικά συμπεράσματα περί της προεξόφλησης για μια έκτακτη μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής της Fed. Και μάλιστα, με δεδομένο ότι «οι αγορές έχουν πάντα δίκιο» και ότι συνήθως οι τιμές στο ταμπλό κινούνται ταχύτερα των ανακοινώσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τόσο σημαντικό θέμα, είναι λογικό να εξετάζεται ενδελεχώς οποιαδήποτε αιτία (ή αφορμή) θα οδηγούσε τον Πάουελ να ανακοινώσει κάποιου είδους δέσμευση.
Ωστόσο, η οικονομική ιστορία έχει αναδείξει την απόφαση για μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής της Fed να εξαρτάται καταφανώς από το ύψος του πληθωρισμού, την κατάσταση στην αγορά εργασίας και εν γένει την κατάσταση στην εγχώρια οικονομία, αν δηλαδή ελλοχεύει «υπερθέρμανσή» της και ανισορροπία στη συνολική ζήτηση.
Έχοντας κατά νου αφενός ότι το ύψος του πληθωρισμού δεν αποτελεί κίνδυνο, αλλά κυρίως ο ρυθμός που μεταβάλλονται τα αντίστοιχα μηνιαία και τριμηνιαία δεδομένα δεν δικαιολογεί κάποια επιχειρηματολογία, αφετέρου ότι η αγορά εργασίας δεν έχει φθάσει σε ποσοστά που υποσκελίζουν τη διάχυση της προϋπολογισμένης μεγέθυνσης, προκύπτουν δύο αντίρροπες δυνάμεις.
Η ενδεχόμενη - άτσαλη - αύξηση ή δέσμευση για αύξηση επιτοκίων, και η επίσημη θέση της Fed για συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης και παραμονή σε μηδενικό ύψος επιτοκίου.
Η πρώτη δύναμη θα οδηγήσει σε άμεση κατάρρευση των αγορών και μάλιστα ο αντίκτυπος θα έλθει σε δύο - τουλάχιστον - κύματα, στην πολύ βραχυπρόθεσμη πτώση των τιμών και στη μετέπειτα σταδιακή αποχώρηση μεγαλύτερων θέσεων.
Η δεύτερη δύναμη θα ισχυροποιήσει τα λεγόμενα της ίδιας της Fed για συνέχιση της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης σε επίπεδα περίπου 4,5-5% για το 2021 και 4% για το 2022, άρα και τη συνέχιση της ισχύουσας ανοδικής τάσης των τιμών.
Επομένως, τα μάτια των επενδυτών είναι λογικό να στρέφονται στις ανακοινώσεις της Fed, ώστε να κατανοήσουν τον μηχανισμό που θα οδηγήσει σε λογικά συμπεράσματα και εν συνεχεία τις επενδυτικές κινήσεις.