Με απώλειες έκλεισαν οι βασικοί δείκτες της Wall Street την Παρασκευή, μετά την ακύρωση του ταξιδιού της κινεζικής αντιπροσωπείας που βρίσκονταν ήδη στην Ουάσινγτον, στη γεωργική περιοχή Μοντάνα των ΗΠΑ, όπου ήταν προγραμματισμένη συνάντηση με αμερικανούς καλλιεργητές.
Το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο για την ερχόμενη εβδομάδα στο πλαίσιο του νέου γύρου διαπραγματεύσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να απαλλάξουν προσωρινά περισσότερους από 400 τύπους κινεζικών προϊόντων από δασμούς που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Τράμπ το 2018.
Τα προϊόντα περιλαμβάνουν λαμπάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου, πλαστικά καλαμάκια, λουρίκια και τυπωμένα κυκλώματα κτλ. Είναι μέρος των κινεζικών εισαγωγών ύψους $ 250 δισ. στις οποίες η Ουάσιγκτον επιβάλλει δασμούς τον περασμένο χρόνο.
Λίγο αργότερα ήρθε η ανακοίνωση του αμερικανού προέδρου ότι δεν είναι ανάγκη να επιτευχθεί μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2020, επιμένοντας ότι η αμερικανική οικονομία είναι σε πολύ καλή κατάσταση. «Θέλουμε μια συνολική συμφωνία, μια μερική συμφωνία δεν με ενδιαφέρει», δήλωσε.
Νωρίτερα, ο αμερικανός πρόεδρος είχε ανακοινώσει την επιβολή κυρώσεων στην εθνική τράπεζα του Ιράν, «στο υψηλότερο επίπεδο», ως αντίποινα για την επίθεση στην Aramco. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι οι κυρώσεις σε βάρος του Ιράν θα φέρουν αποτέλεσμα, επαναλαμβάνοντας ότι προτιμά αυτή τη στρατηγική παρά την ανάληψη στρατιωτικής δράσης.
Σε αυτό το κλίμα, ο δείκτης Dow Jones υποχώρησε 0,59% ή 160 μονάδες στις 26.934, ο δείκτης S&P σημείωσε πτώση 0,5% στις 2.991 μονάδες και ο Nasdaq κινήθηκε χαμηλότερα κατά 0,8% στις 8.117 μονάδες.
Στον δείκτη βιομηχανικών μεγεθών, οι μετοχές της Merck & Co (+ 1,6%) και της Johnson & Johnson (+ 1,4%) κατέγραψαν τις μεγαλύτερες πτώσεις των Caterpillar (-1,3% (-1,2%).
Την ίδια ώρα, το βλέμμα των επενδυτών είναι στραμμένο στις δηλώσεις των αξιωματούχων της Fed, μετά και τη μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, για δεύτερη διαδοχική φορά, επικαλούμενη την αυξημένη αβεβαιότητα και την επιβράδυνση της δραστηριότητας ιδιαίτερα στο κλάδο της μεταποίησης.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε ο πρόεδρός της κ. Bullard ανέφερε ότι μια μείωση κατά 50 μονάδες βάσης θα παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια ενάντια στη χαμηλή ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας και θα βοηθούσε να ενισχυθεί ο πληθωρισμός προς τον στόχο του 2%. «Είναι μια συνετή διαχείριση ρίσκου, κατά τη γνώμη μου, να μειώσεις τα επιτόκια επιθετικά τώρα και στη συνέχεια να τα αυξήσεις αν τα καθοδικά ρίσκα δεν επιβεβαιωθούν», τόνισε ο ίδιος.