Με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές αγορές να μην βρίσκουν σαφή προσανατολισμό, ο Γενικός Δείκτης στο Χρηματιστήριο Αθηνών μετά την υποχώρησή του από το τοπικό υψηλό των 1.133,11 μονάδων, κινείται ανάμεσα σε στενά περιθώρια που αφήνουν οι βραχυχρόνιες στηρίξεις και αντιστάσεις. Τα χθεσινά νέα τόσο από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας όσο και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λειτούργησαν καθησυχαστικά.
Έτσι η γενναία ένεση ρευστότητας ύψους 50 δισ. ελβετικών φράγκων από την Swiss National Bank – SNP, απορρόφησε τους ισχυρούς κραδασμούς που έχουν προκαλέσει τα προβλήματα της Credit Suisse σχετικά με τις πιεστικές αναλήψεις κεφαλαίων. Οι κραδασμοί αυτοί είχαν κλυδωνίσει το σύνολο των ευρωπαϊκών μετοχών, με πρωταγωνίστριες τις τράπεζες στο πρόσωπο των οποίων η επενδυτική κοινότητα διέκρινε εκδήλωση πιθανών κινδύνων.
Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε αντίθεση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ που αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τη συνέχιση της ανόδου των επιτοκίων, προχώρησε στην αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ. β., δηλαδή κατά 0,50%. Η απόφαση εξακολουθεί να είναι προσανατολισμένη στην προσπάθεια επαναφοράς του πληθωρισμού στο επιτρεπτό όριο του 2%. Σύμφωνα με το σχεδιασμό της ΕΚΤ, η επίτευξη του στόχου του 2% τοποθετείται χρονικά μέσα στο 2025.
Στο ακόλουθο γράφημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρακολουθούμε την πιθανολογούμενη πορεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη από το 8,4% του 2022, στο 2,1% του 2025.
H εκ νέου αύξηση των επιτοκίων, ερμηνεύτηκε σαν θετικό νέο από τις αγορές, αφού για μια ακόμα φορά η ΕΚΤ έδειξε τη αποφασιστικότητα της να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Και η επενδυτική κοινότητα ένοιωσε ανακουφιστικά παρ’ όλο που τα υψηλά επιτόκια φλερτάρουν αφ’ ενός με μείωση της ανάπτυξης λόγω του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και αφ’ ετέρου με τους κινδύνους που ελλοχεύουν στον τραπεζικό σύστημα. Διότι όπως ανέφερε και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος, υπάρχουν τράπεζες μέσα στην ευρωζώνη που θα μπορούσαν να είναι ευάλωτες μπροστά στην αύξηση των επιτοκίων.
Πάντως οι αγορές που σήμερα διψούν για θετικά νέα μετά την καταιγίδα των τελευταίων ημερών, είναι σίγουρο πως σε δεύτερο χρόνο θα εστιάσουν στην προειδοποίηση της ΕΚΤ. Και μάλιστα αν σε αυτήν προστεθεί το έλλειμα εμπιστοσύνης και ο φόβος μετάδοσης του κινδύνου, αντιλαμβανόμαστε πως η νευρικότητα των αγορών ήρθε για να μείνει για καιρό κοντά μας.
Η άσκηση ισορροπίας της ΕΚΤ, ανάμεσα στην προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού και στην πιθανή τραπεζική ζημία από τα υψηλότερα επιτόκια, θα έχει σειρά επεισοδίων.
Μπορεί το Χρηματιστήριο Αθηνών να ακολουθήσει μια αυτόνομη πορεία, μέσα σε αυτόν τον τυφώνα των γεγονότων που ανατρέπουν πολλά που θεωρούσαμε σαν δεδομένα; Όπως για παράδειγμα ότι οι επενδύσεις σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου να οδηγούν σε ζημίες όπως συνέβη στην περίπτωση της SVB και ότι ελβετική Credit Suisse έχει ανάγκη ρευστότητας για να παραμείνει όρθια. Βέβαια, όσοι παρακολουθήσαμε από κοντά τις εξελίξεις διαπιστώσαμε την πλημμελή και ελλιπή διαχείριση ρίσκου και στις δυο τράπεζες. Διότι στην πρώτη περίπτωση της VSB δεν είχαν αντισταθμίσει τον κίνδυνο από την αύξηση των επιτοκίων και στην περίπτωση της CS λειτουργούσε εν μέσω οικονομικών και λοιπών σκανδάλων τα τελευταία 35 έτη.
Απολύτως αυτόνομη πορεία, όχι. Όμως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα για όσους φέρνουν την καταστροφή, δεν είναι ευάλωτο. Μπορεί η κεφαλαιακή του επάρκεια να στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος και στην αναβαλλόμενη φορολογία, ωστόσο δεν έχει μπροστά του κάποιο έκτακτο συμβάν που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κύμα αναλήψεων (bank run) ή στη δημιουργία ζημιών από τα ομόλογα που διαθέτουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκια τους. Eπομένως αν υπάρξει πρόβλημα στο Χρηματιστήριο, αυτό δεν θα προέρχεται από τον τραπεζικό κλάδο, αλλά από τις επιπτώσεις εξωγενών γεγονότων πάνω στην εγχώρια οικονομία και από εκεί στις μετοχές.
Φυσικά υπάρχει και ο αστάθμητος παράγοντας των εκλογών. Η πιθανότητα να υπάρξει μια «οικουμενική κυβέρνηση» που θα οδηγήσει σε αδράνεια και συμβιβασμούς είναι ανησυχητική επενδυτικά. Πιο ανησυχητική είναι η περίπτωση δημιουργίας κυβέρνησης από ολόκληρο το σημερινό αντιπολιτευτικό φάσμα.
Όσον αφορά τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών η προσωρινή ισορροπία πέριξ των 1030 μονάδων αφήνει όλα τα σενάρια ανοικτά. Η εκδήλωση ανοδική αντίδρασης για να είναι πειστική πρέπει να διασπάσει την αντίσταση των 1060 μονάδων. Αντίθετα οι άμυνες και οι στηρίξεις βρίσκονται πρώτα στις 1020 και ακολούθως στις 998 με 1000 μονάδες, ή καθοδική διάσπαση των οποίων μπορεί να οδηγήσει στις 970 μονάδες.
Γράφημα 30 ημερών του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών
Ισχυροί σύμμαχοι των ανοδικών τάσεων είναι τα πολύ θετικά αποτελέσματα που καταγράφονται στους ισολογισμούς των εισηγμένων εταιρειών, η αλυσίδα των deals που δεν σταματά, ο υψηλός τζίρος των χρηματιστηριακών συναλλαγών, η συνεχιζόμενη συμμετοχή των ξένων επενδυτών και οι αναμενόμενες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης.
Αντιθέτως οι καθοδικές τάσεις θα συνεχιστούν αν γενικευθεί η τραπεζική και χρηματιστηριακή κρίση στο εξωτερικό και αν δεν ανατραπεί η εικόνα που καταγράφεται στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις.