Χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών αντέδρασε δυνατά από το επίπεδο των 1.000 μονάδων στο οποίο είχε κατεβεί την 20η Μαρτίου, όταν οι διεθνείς αγορές είχαν πέσει θύματα του πανικού, αδικαιολόγητου απ’ ότι φαίνεται μέχρι τώρα, γύρω από την υγεία της Deutsche Bank.
Από τις 29 Μαρτίου μέχρι τώρα η πορεία του ήταν σαφώς ανοδική και τον έφερε πλέον στην περιοχή των 1.100 μονάδων. Ομολογούμε πως δεν περιμέναμε να δούμε μία τόσο καλή κίνηση, ούτε περιμέναμε πως η συναλλακτική δραστηριότητα θα ήταν τόσο ανεβασμένη μέσα στις συνεδριάσεις της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκ των υστέρων, η εξήγηση της θετικής κίνησης της ελληνικής αγοράς φαίνεται σχετικά εύκολη (η αλήθεια είναι πως η ερμηνεία του παρελθόντος είναι σχεδόν πάντα πιο εύκολη από την πρόβλεψη του μέλλοντος).
Οι οικονομικές επιδόσεις των περισσότερων μεγάλων εταιρειών του Χρηματιστηρίου Αθηνών για το 2022 ήταν πολύ καλές και συνοδεύτηκαν από θετικές εκτιμήσεις για την φετινή πορεία τους. Τις τελευταίες μέρες είδαμε την ανοδική αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2023, από Έλληνες και ξένους αναλυτές και επίσημους οργανισμούς. Οι επενδυτές του ελληνικού χρηματιστηρίου προσαρμόστηκαν σταδιακά με το γεγονός πως θα πρέπει να ζουν με το μυαλό τους στις βουλευτικές εκλογές και το ρίσκο που πάντα τις συνοδεύει.
Το διεθνές χρηματιστηριακό περιβάλλον ήταν μάλλον ήρεμο και ελαφρά ανοδικό, με τις ανησυχίες για την υγεία των τραπεζών να έχουν υποχωρήσει σημαντικά και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, χωρίς βέβαια να έχουν εξαφανιστεί εντελώς. Αν σε αυτά προσθέσουμε και κάποιες εκτιμήσεις στελεχών επενδυτικών τραπεζών για πιθανή αναβάθμιση της χώρας μας το βράδυ της 21ης Απριλίου από τον οίκο S&P, τότε μπορούμε να δικαιολογήσουμε την απρόσμενη για πολλούς ανοδική κίνηση της αγοράς μας.
Το ζήτημα που μας απασχολεί τώρα είναι βέβαια το τι θα γίνει στην συνέχεια. Μπορεί να συνεχιστεί η ανοδική πορεία του γενικού δείκτη και των περισσότερων σημαντικών μετοχών του Χρηματιστηρίου Αθηνών; Προφανώς και μπορεί, αλλά πρέπει να συντρέξουν και κάποιες προϋποθέσεις προκειμένου να γίνει αυτό. Αυτές οι προϋποθέσεις, οι καταλύτες όπως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, έχουν σχέση και με τα εσωτερικά της χώρας μας και με το τι γίνεται στον κόσμο, ξεκινώντας από την παραδοχή πως η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά έχει αυτή την στιγμή γερές βάσεις, οι οποίες είναι η καλή πορεία και οι θετικές προοπτικές της πλειοψηφίας των ελληνικών επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας.
Αρχίζοντας από το διεθνές περιβάλλον, είναι σημαντικό να υπάρχει μία σχετική ηρεμία σε ορισμένα κρίσιμα μέτωπα. Πρώτα απ’ όλα, είναι προφανές πως θέλουμε θετικές εξελίξεις από την πλευρά του πληθωρισμού, στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη. Όσο πιο γρήγορα αρχίσουν να έρχονται σημάδια υποχώρησής του τόσο το καλύτερο για τις διεθνείς αγορές και φυσικά και την δική μας. Στις ΗΠΑ μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν κάποιες ενδείξεις αποκλιμάκωσης του και, για πρώτη φορά ύστερα από καιρό, κάποιοι από τους αξιωματούχους της κεντρικής ομοσπονδιακής τράπεζας αρχίζουν να μιλούν για παύση στην διαδικασία αυξήσεων των επιτοκίων.
Εννοείται πως τυχόν επιβεβαίωση αυτών των ενδείξεων θα βοηθήσει και την δική μας αγορά. Το δεύτερο πολύ σημαντικό μέτωπο είναι βέβαια το ζήτημα της αναταραχής στις διεθνείς και κυρίως στις αμερικανικές τράπεζες. Από τις δηλώσεις των ανθρώπων της αμερικανικής τραπεζικής αγοράς αντιλαμβανόμαστε πως υφίσταται μία ανησυχία σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχουν στην οικονομία τα προβλήματα πολλών τραπεζών μικρού και μεσαίου μεγέθους. Για τις αγορές είναι καλό να μην υπάρχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην χρηματοδοτική πολιτική των τραπεζών, αλλά μία ήπια επίδραση των τραπεζικών προβλημάτων στην οικονομική ανάπτυξη δεν θα τις στενοχωρούσε πολύ διότι μάλλον θα είχε σαν συνέπεια και την εξασθένηση του πληθωρισμού. Ένα ακόμα μέτωπο που μας ενδιαφέρει είναι αυτό των εταιρικών αποτελεσμάτων που θα αρχίσουν να ανακοινώνονται τις επόμενες μέρες στις ΗΠΑ και την Δυτική Ευρώπη.
Μεγάλες αρνητικές εκπλήξεις στα οικονομικά αποτελέσματα ή στις εκτιμήσεις σημαντικών διεθνών επιχειρήσεων είναι βέβαιο πως θα λειτουργήσουν αρνητικά και στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Τελειώνοντας από τα διεθνή μέτωπα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το Χρηματιστήριο Αθηνών, σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, όπως και η ελληνική οικονομία, προτιμούν τις χαμηλές τιμές των καυσίμων και του ηλεκτρικού ρεύματος. Τυχόν σημαντική άνοδος στην τιμή του αργού πετρελαίου, της βενζίνης και του φυσικού αερίου είναι βέβαιο πως θα κάνει κακό στις περισσότερες μετοχές του Χ.Α.
Από εσωτερικής πλευράς, είναι μάλλον προφανές πως η συνέχιση της ανοδικής πορείας του Χρηματιστηρίου Αθηνών και πιθανώς η διάσπαση κάποια στιγμή των υψηλών που σημειώθηκαν την 1η Μαρτίου, κοντά στις 1.1140 μονάδες, θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές εξελίξεις στην χώρα το επόμενο διάστημα. Μπορεί οι επενδυτές να συνήθισαν σταδιακά στην ιδέα των δύο – κατά πάσα πιθανότητα – εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα κοιτούν τις εξελίξεις ατάραχα. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών ενδιαφέρει πολύ τους επενδυτές, Έλληνες και διεθνείς. Κυρίως τους ενδιαφέρει να μην προκύψουν συνθήκες που θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ουσιώδεις αλλαγές στην οικονομική πολιτική της χώρας.
Με την λήξη των χρηματιστηριακών αργιών του Πάσχα, καθώς θα αρχίσουν σταδιακά να έρχονται οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης, η χρηματιστηριακή αγορά θα γίνεται πιο ευαίσθητη στα συμπεράσματα που θα προκύπτουν από αυτές. Ξέροντας πως η πλειοψηφία των επενδυτών δεν θέλει να δει σημαντικές αλλαγές στην οικονομική πολιτική και στην φιλική προς τις επενδύσεις κυβερνητική διάθεση, πιθανολογούμε πως η αγορά θα αντιδράσει σαφώς αρνητικά στην περίπτωση που οι δημοσκοπήσεις θέσουν σε αμφιβολία κάτι από αυτά τα δύο.
Από την άλλη, αν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων δεν δημιουργούν σοβαρή ανησυχία για αυτά τα δύο ζητήματα, πιθανολογούμε πως οι επενδυτές θα εξακολουθήσουν να έχουν καλή διάθεση. Φυσικά, οι εκλογές κρίνονται στις κάλπες και όχι στις δημοσκοπήσεις. Το αποτέλεσμα τους μπορεί να είναι τέτοιο που να αντιστρέψει πλήρως το κλίμα που θα επικρατεί πριν από αυτές. Μέχρι τότε όμως, οι δημοσκοπήσεις θα είναι το «υποκατάστατό» τους και θα παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των διαθέσεων των επενδυτών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, σε συνδυασμό βέβαια με τις διεθνείς εξελίξεις.