Η μεταβλητότητα μια αγοράς αν και διαμορφώνει ένα ιδανικό σκηνικό για τους ημερήσιους παίκτες και τους κυνηγούς της γρήγορης απόδοσης λειτουργεί αποτρεπτικά για τους πιο μακροπρόθεσμους επενδυτές που αναζητούν ένα λιγότερο τοξικό περιβάλλον. Αν ένα χρηματιστήριο λειτουργεί σε μια λογική «όλα πάνω, όλα κάτω» και έχει μια ακραία συμπεριφορά ημερήσιων αποδόσεων είναι λογικό να απομακρύνει τα ισχυρά χαρτοφυλάκια που έχουν πιο μακροπρόθεσμους ορίζοντες. Για να το πούμε πιο απλά: Σε ένα χρηματιστήριο μεταβλητότητας οι επενδυτές αγοράζουν τη διακύμανση. Σε ένα χρηματιστήριο ηπιότερων συστημικών διακυμάνσεων οι επενδυτές αγοράζουν τις εταιρείες.
Μια ματιά πίσω θα εξηγήσει ίσως και την αίσθηση που έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες για την ελληνική αγορά: Τα έτη 2012, 2015 και 2020 αποτελούν τις πιο τοξικές χρονιές της τελευταίας δεκαετίας. H ετήσια μεταβλητότητα ξεπέρασε το 40% το οποίο μεταφράζεται σε μεγάλες κινήσεις για τον Γενικό Δείκτη και «κινήσεις πανικού» για τις μετοχές. Κατά τις χρονιές 2012 και 2015 σημειώθηκαν σημαντικά πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα που συνδέθηκαν με την παραμονή της χώρας στο ζώνη του ευρώ ενώ το 2020 η έντονη μεταβλητότητα αποδίδεται στην πανδημία, το κλείσιμο της οικονομίας και της ύφεσης που ακολούθησε. Με εξαίρεση το 2020, οι χρονιές από το 2017 έως και το 2022 χαρακτηρίζονται από σημαντική αποκλιμάκωση της μεταβλητότητας στην Ελληνική Αγορά, πολύ χαμηλότερη από τη μέση τιμή (30%) της δωδεκαετίας.
Η ετήσια μεταβλητότητα του ΧΑ
Βασικός φορέας μεταβλητότητας στο Ελληνικό Χρηματιστήριο ήταν ο τραπεζικός κλάδος. Στην κλασσική (πια) μέτρηση της πίεσης που δέχθηκε η ελληνική αγορά όλα αυτά τα χρόνια προκύπτει ότι από το 2020 και μετά ο τραπεζικός κλάδος έπαψε να αποτελεί το βασικό αρωγό μεταβλητότητας στο ΧΑ. Από το 2012 έως το 2020 οι τράπεζες ακολουθούσαν ένα δικό τους πτωτικό δρόμο ο οποίος λειτούργησε στρεβλωτικά και στη διαμόρφωση του Γενικού Δείκτη αφού οι τιμές των μετοχών των τραπεζών πρακτικά μηδενίστηκαν δύο φορές. Έτσι ο Γενικός Δείκτης ενώ φαίνεται να διαπραγματεύεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ 750 και 950 μονάδων στην πραγματικότητα διαπραγματεύεται μεταξύ 1500 και 3000 μονάδων. Για τους επενδυτές του 2007 που δεν είχαν τραπεζικές μετοχές και είδαν το Γενικό Δείκτη να κινείται πάνω από τις 5.000 μονάδες ο Γενικός Δείκτης αυτή την περίοδο είναι σαν να διαπραγματεύεται στο 60% αυτής της απόστασης.
Η αύξηση του ενδιαφέροντος όπως καταγράφεται στους μέσους ημερήσιους τζίρους τα τελευταία χρόνια και η σταδιακή διάχυση σε ένα ευρύτερο φάσμα μετοχών έχει αυξήσει το βάθος της αγοράς βοηθώντας και στην προσέλκυση κεφαλαίων συντηρητικότερου προφίλ. Αν μη τι άλλο και η ένταξη ελληνικών μετοχών σε διεθνείς δείκτες έχει συνδράμει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση. Η μείωση της μεταβλητότητας δεν εξαρτάται μόνο από το εσωτερικό οικονομικό περιβάλλον είναι ωστόσο μια ένδειξη ωριμότητας ειδικά σε μια αγορά που έχει ταλαιπωρηθεί όσο λίγες άλλες.
Που θα βρίσκονταν ο Γενικός Δείκτης χωρίς τις τράπεζες σε σχέση με τα επίπεδα του 2006